ἀποδεκατόω

From LSJ
Revision as of 20:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεκᾰτόω Medium diacritics: ἀποδεκατόω Low diacritics: αποδεκατόω Capitals: ΑΠΟΔΕΚΑΤΟΩ
Transliteration A: apodekatóō Transliteration B: apodekatoō Transliteration C: apodekatoo Beta Code: a)podekato/w

English (LSJ)

A tithe, take a tenth of, τι LXX 1 Ki.8.16; πάντα Ev.Luc. 18.12; ἀ. τὸν λαόν take tithe of them, Ep.Hebr.7.5; δεκάτην ἀ. τινός LXXDe.14.22. II pay tithe of, τι LXXGe.28.22, Ev.Matt.23.23, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεκᾰτόω: λαμβάνω τὸ δέκατον πράγματός τινος, τι ἙΒδ. (Βασιλ. Α΄, η΄, 16)· πάντα Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 12· ἀπ. τινὰ λαμβάνω δέκατον παρ’ αὐτοῦ, Ἐπισ. π. Ἑβρ. ζ΄, 5· δεκάτην ἀπ. τινος Ἑβδ. (Δευτ. ιδ΄, 22).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 payer ou offrir la dîme;
2 exiger la dîme de qqn, acc..
Étymologie: ἀπό, δεκατόω.

Spanish (DGE)

I 1c. ac. de cosa quedarse con la décima parte de τὰ ποίμνια LXX 1Re.8.17.
2 cobrar el diezmo a c. ac. de pers. τὸν λαόν Ep.Hebr.7.5, πατριάρχας Gr.Naz.M.36.133A.
II pagar el diezmo de c. ac. int. y ac. de cosa δεκάτην ἀποδεκατώσω αὐτά σοι LXX Ge.28.22, c. ac. int. y gen. δεκάτην ἀποδεκατώσεις παντὸς γενήματος τοῦ σπέρματός σου separarás el diezmo de todo el producto de tu sementera LXX De.14.22, c. ac. de cosa τὸ ἡδύοσμον Eu.Matt.23.23.

English (Strong)

from ἀπό and δεκατόω; to tithe (as debtor or creditor): (give, pay, take) tithe.

Greek Monotonic

ἀποδεκᾰτόω: μέλ. -ώσω, λαμβάνω το ένα δέκατο από ένα πράγμα, πληρώνω τη δεκάτη (φόρος), πάντα, σε Καινή Διαθήκη· ἀποδεκατόω τινά, λαμβάνω τη δεκάτη από κάποιον, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδεκᾰτόω: v.l. ἀποδεκᾰτεύω
1) платить десятину: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;
2) взимать десятину, облагать десятиной (τὸν λαόν NT).

Middle Liddell


to tithe, pay tithes of, πάντα NTest.; ἀπ. τινά to take tithe of him, NTest.

Chinese

原文音譯:¢podekatÒw 阿坡-得卡拖哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-(第)十
字義溯源:獻上十分之一,捐上十分之一,取十分之一;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δεκατόω)=付十分之一)組成;其中 (δεκατόω)出自(δέκατος)=十分之一), (δέκατος)出自(δέκατος)=第十),而 (δέκατος)出自(δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)*=十)
出現次數:總共(4);太(1);路(2);來(1)
譯字彙編
1) 你們⋯獻上十分之一(2) 太23:23; 路11:42;
2) 取十分之一(1) 來7:5;
3) 都捐上十分之一(1) 路18:12