ἐνδόξως
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
French (Bailly abrégé)
adv.
glorieusement;
Sp. ἐνδοξότατα.
Étymologie: ἔνδοξος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδόξως:
1) со славой, с почетом (ἐνδοξότατα ποιεῖν τι Dem.);
2) с почестями (ταφῆναι Plut.);
3) согласно установившемуся мнению, как принято думать (συλλογίζεσθαι ἐ. νοτε μᾶλλον ἢ ἀληθῶς Arst.).