δακρυτός

From LSJ
Revision as of 19:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρῡτός Medium diacritics: δακρυτός Low diacritics: δακρυτός Capitals: ΔΑΚΡΥΤΟΣ
Transliteration A: dakrytós Transliteration B: dakrytos Transliteration C: dakrytos Beta Code: dakruto/s

English (LSJ)

όν (ή, όν J.AJ4.8.48), A wept over, tearful, ἐλπίς A.Ch. 236; μόρος AP7.495 (Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. Sup. δακρυώτατος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δακρῡτός: -όν, ἀξιοδάκρυτος, πολυδάκρυτος, ἐλπὶς Αἰσχύλ. Χο. 236· μόρος Ἀνθ. Π. 7. 490. Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. δακρυώτατος παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 pleuré;
2 qu’il faut pleurer, déplorable.
Étymologie: adj. verb. de δακρύω.

Spanish (DGE)

(δακρῡτός) -ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν IG 13.1295bis.6 (V a.C.)]
1 llorado δ. ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου llorada esperanza de una semilla salvadora de Orestes, A.Ch.236, πᾶσιν δ. Δημήτριος FAmyzon 65.2 (II a.C.), ἠρία AP 7.180 (Apollonid.).
2 que hace llorar, deplorable (τάδ' ἔργα φόνια) ... δακρύτ' ἄγαν E.El.1182, μνήμη IG l.c., ἄχος CEG 153.2 (Amorgos V a.C.), ἠιθέων δ. ἅπας μόρος toda muerte de jóvenes es deplorable, AP 7.495 (Alc.Mess.), ποιεῖν ... δακρυτὴν τὴν ἀπαλλαγήν I.AI 4.323.

Greek Monolingual

δακρυτός, -ή, -όν και δακρυτός, -όν (Α) δακρύω
εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς.

Greek Monotonic

δακρῡτός: -όν (δακρύω), πολυδάκρυτος, αξιοδάκρυτος, αξιολύπητος, σε Αισχύλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δακρῡτός:
1) стоивший многих слез (ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch.);
2) заставляющий плакать, достойный слез, ужасный (sc. πήματα Eur.; μόρον Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυτός -όν [δακρύω] te bewenen.

Middle Liddell

δακρύω
wept over, tearful, Aesch., Anth.