ἀντιπαραγωγή

From LSJ
Revision as of 10:45, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρᾰγωγή Medium diacritics: ἀντιπαραγωγή Low diacritics: αντιπαραγωγή Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΑΓΩΓΗ
Transliteration A: antiparagōgḗ Transliteration B: antiparagōgē Transliteration C: antiparagogi Beta Code: a)ntiparagwgh/

English (LSJ)

ἡ, A flank march, Id..10 (pl.), 11.18.2, Plu.Pyrrh.21. 2 metaph., machinations, UPZ20.44 (ii B.C.). II in plural, hostility, πρός τινα Plb.10.37.2, al.

German (Pape)

[Seite 257] ἡ, der Marsch dem Feinde gegenüber od. zur Seite, Pol. 9, 3; das Gegenausrücken gegen den anrückenden Feind, Pol. 10, 37; Plut. Pyrrh. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρᾰγωγή: ἡ, ἡ κατὰ πολεμίων ἐπέλασις στρατοῦ, Πολύβ. 9. 3, 10, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐχθρικὴ διάθεσις, πρός τινα ὁ αὐτ. 10. 37, 2, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
mouvement en avant contre (l'ennemi).
Étymologie: ἀντιπαράγω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 avance o marcha en forma paralela al enemigo, c. dat. τῷ τυράννῳ Plb.11.18.2, abs. en plu., Plb.9.3.10, Plu.Pyrrh.21.
2 fig. maquinación, maniobra hostil τὴν τῆς Νεφόριτος ἀντιπαραγωγήν PLeid.B 2.21 (II a.C.), cf. UPZ 110.135 (II a.C.).
3 hostilidad πρὸς (τοὺς) ἄλλους στρατηγούς Plb.10.37.2, παντὶ διὰ παντὸς ἀνθρώπῳ LXX Es.3.13e.

Greek Monolingual

ἀντιπαραγωγή, η (Α)
1. επέλαση στρατεύματος εναντίον εχθρού
2. πληθ. εχθρότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπαρᾰγωγή:
1) движение против (кого-л.) (τῶν στρατοπέδων ἀντιπαραγωγαί Polyb.);
2) параллельное (противнику) движение (διακλίσεις καὶ ἀντιπαραγωγαί Plut.);
3) враждебность, неприязнь (πρός τινα Polyb.).