misfortune

From LSJ
Revision as of 09:46, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV4)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 534.jpg

subs.

P. and V. δυσπραξία, ἡ, πάθος, τό, πάθημα, τό, συμφορά, ἡ, κακόν, τό, P. ἀτύχημα, τό, δυστύχημα, τό, V. πάθη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ. Misfortunes: P. and V. κακά, τά, V. τὰ δύσφορα; see troubles. Unluckiness: P. ἀτυχία, ἡ, δυστυχία, ἡ, δυσδαιμονία, ἡ.