πένταθλος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
Lyr. and Ion. πεντάεθλος, ὁ, A one who practises the πένταθλον or conquers therein, B.8.27, Arist. Rh.1361b10, Plu.2.737f; π. ἀνήρ Hdt.9.75, IG42(1).99.19 (Epid.). II metaph., of one who tries everything, Pl.Amat.138e; ἐν φιλοσοφίᾳ π. versed in every department of philosophy, D.L.9.37; in depreciation, 'jack of all trades', X.HG4.7.5.
German (Pape)
[Seite 556] ὁ, ion. πεντάεθλος, der den Fünfkampf, πένταθλον, Treibende od. Uebende, πεντάεθλος ἀνήρ, Her. 9, 75; πένταθλον αὐτὸν δεῖ εἶναι καὶ ὕπακρον, Plat. Riv. 138 d; übertr. sagt Xen. Hell. 4, 7, 5 ὥςπερ πένταθλος, πάντῃ ἐπὶ τὸ πλέον ὑπερβάλλειν ἐπειρᾶτο, mit Hindeutung darauf, daß der das Pentathlon Uebende zwar alle fünf Kampfspiele treibt und in der Gesammtheit den Sieg davonträgt, aber im Einzelkampf denen, die nur diese eine Kampfart treiben, nachsteht; vgl. Plut. Symp. 9, 2, 2 u. D. L. 9, 37.
Greek (Liddell-Scott)
πένταθλος: Ἰων. πεντάεθλος, ὁ, ὁ τὸν ἀγῶνα τὸν πένταθλον ἀγωνιζόμενος, ἢ ὁ νικῶν ἐν τούτῳ τῷ ἀγῶνι, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 11, Πλούτ. 2. 738Α· π ... παῖς Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 34· π. ἀνὴρ Ἡρόδ. 9. 75. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα ἐπιχειροῦντος, Πλάτ. Ἀντεραστ. 138D· ἐν φιλοσοφίᾳ πένταθλος, ἠσκημένος εἰς πᾶν εἶδος φιλοσοφίας, Διογ. Λ. 9. 37· ― ὡσαύτως περιφρονητικῶς, ἐπὶ ἀνθρώπου τὰ πάντα πειρωμένου, Ξεν., Ἑλλ. 4. 7. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui se livre aux exercices du pentathle ; vainqueur au pentathle;
2 p. ext. qui s'exerce ou se distingue dans tous les genres à la fois ; en mauv. part qui veut exceller en tout.
Étymologie: πέντε, ἆθλος.
Greek Monotonic
πένταθλος: Ιων. -άεθλος, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο πένταθλον και νικά σε αυτό, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για άνθρωπο που ασχολείται και επιχειρεί τα πάντα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πέντᾱθλος: ион. πεντάεθλος ὁ
1) искусный в пятиборье (ἀνήρ Her.);
2) перен. всезнающий, всесторонний (ἐν φιλοσοφίᾳ Diog. L.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πένταθλος -ου, ὁ, Ion. πεντάεθλος [πεντα-, ἆθλον] vijfkamper; overdr. alleskunner.
Middle Liddell
πέντ-αθλος, ιονιξ -άεθλος, ὁ,
one who practises the πένταθλον or conquers therein, Arist.: metaph. of "a jack of all trades, " Xen.