ἐξιθύνω
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
A make straight, στάθμη δόρυ νήϊον Il.15.410; εἰ ἱκανῶς ἐξίθυνται Hp.Fract.3, cf. Art.42. 2 direct aright, πηδάλιον A.R.1.562.
German (Pape)
[Seite 882] ganz gerade machen, στάθμῃ δόρυ νήϊον Il. 15, 410; πηδάλια, lenken, Ap. Rh. 1, 562.
French (Bailly abrégé)
redresser, rendre tout à fait droit.
Étymologie: ἐξ, ἰθύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῑθύνω: ποιῶ τι ἴσον, στάθμῃ δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· εἰ ἱκανῶς, ἐξίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 752, πρβλ. π. Ἄρθρ. 808. 2) διευθύνω, τεχνηέντως πηδάλι’ ἀμφιέπεσκ’, ὄφρ’ ἔμπεδον ἐξιθύνοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 562.
Greek Monolingual
ἐξιθύνω (Α)
1. ισιώνω
2. διευθύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιθύνω (< ιθύς, παράλλ. τ. του ευθύς)].
Greek Monotonic
ἐξῑθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῑθύνω: выпрямлять, делать прямым, выравнивать (δόρυ νήϊον Hom.).
Middle Liddell
fut. ῠνῶ
to make straight, Il.