ἀλετρεύω

From LSJ
Revision as of 09:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλετρεύω Medium diacritics: ἀλετρεύω Low diacritics: αλετρεύω Capitals: ΑΛΕΤΡΕΥΩ
Transliteration A: aletreúō Transliteration B: aletreuō Transliteration C: aletreyo Beta Code: a)letreu/w

English (LSJ)

fut. -εύσω, Lyc.159, strengthened from ἀλέω, grind, Od.7.104, Hes.Fr. 264, A.R.4.1095, Babr.129.

German (Pape)

[Seite 93] mahlen, Hom. einmal, Od. 7, 104; übh. zermalmen, Ap. Rh. 4, 1094; Lycophr. 159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλετρεύω: μέλλ. -εύσω, ἐκτεταμένος τύπος ἐκ τοῦ ἀλέω = ἀλέθω, Ὀδ. Η. 104.

French (Bailly abrégé)

moudre.
Étymologie: ἀλέω.

English (Autenrieth)

grind, Od. 7.104†.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
moler μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104, cf. Hes.Fr.337, Nonn.D.20.242, χαλκόν A.R.4.1095, πέτραν Lyc.159, πυρόν Babr.129.5 (cj.).

Greek Monolingual

(I)
ἀλετρεύω (Α) ἀλετρίς
αλέθω.
(II)
οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -ε- και ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής].

Greek Monotonic

ἀλετρεύω: μέλ. -εύσω (ἀλέω), αλέθω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλετρεύω: молоть, размалывать Hom.

Middle Liddell

ἀλέω
to grind, Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλετρεύω ἀλέω malen.