ἀντιμεταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 13:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Medium diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Low diacritics: αντιμεταλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antimetalambánō Transliteration B: antimetalambanō Transliteration C: antimetalamvano Beta Code: a)ntimetalamba/nw

English (LSJ)

A assume in turn or in exchange, πρόσωπον Plu.2.785c; τὸν τόπον τινός Ascl.Tact. 10.15; ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ μῖσος J.AJ16.3.1. 2 receive back in return, Phld.Oec.p.65J., cf. Piet.113. 3 take arguments in reverse order, Dam.Pr.350. II Gramm., use a form in place of another, A.D.Adv.130.14:—Pass., 154.22, al.; also, to be changed, εἰς . . 130.11.

Spanish (DGE)

I 1tomar a su vez, asumir a su vez πρόσωπον Plu.2.785c, τὸν τόπον Ascl.Tact.10.15, ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ ... μῖσος I.AI 16.66
gram. usar una forma por otra A.D.Adu.130.14.
2 recibir a cambio ἀπὸ λόγων φιλο[σό] φων ... ἀντιμεταλαμβάνειν εὐχάριστον Phld.Oec.p.65, cf. Piet.113.12.
3 exponer en orden inverso argumentos, Dam.Pr.350.
II en v. med. pas. cambiarse εἰς αἰτιατικήν A.D.Adu.130.11, cf. 130.14.

German (Pape)

[Seite 255] (s. λαμβάνω), statt einer Sache eine andere annehmen, Plut. an seni 4; vgl. Schol. Ar. Ran. 504; pass., verwandelt werden, B. A. 540, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεταλαμβάνω: ἀντὶ ἑνὸς πράγματος λαμβάνω ἄλλο, Πλούτ. 2. 785C: ― Παθ., ἀντιμεταβάλλομαι, ἀντιμετειλημμένον δὲ εἰς αἰτιατικὴν Α. Β. 540. 21.

French (Bailly abrégé)

prendre en échange.
Étymologie: ἀντί, μεταλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἀντιμεταλαμβάνω (Α)
1. παίρνω κάτι αντί να πάρω κάτι άλλο
2. ανταλλάσσω
3. (Γραμμ.) χρησιμοποιώ έναν τύπο στη θέση κάποιου άλλου.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμεταλαμβάνω: надевать взамен, менять (πρόσωπον Plut.).