ἀναχωρίζω

From LSJ
Revision as of 13:19, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχωρίζω Medium diacritics: ἀναχωρίζω Low diacritics: αναχωρίζω Capitals: ΑΝΑΧΩΡΙΖΩ
Transliteration A: anachōrízō Transliteration B: anachōrizō Transliteration C: anachorizo Beta Code: a)naxwri/zw

English (LSJ)

A make to go back or retire, X.Cyr.7.1.41, An.5.2.10; ἀγχωρίξαντες (Dor.) τὸν ὅρον having drawn it back, Tab.Heracl.1.56,59.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀγχ- TEracl.1.56, 59
1 ordenar la retirada de ἅπαντας τοὺς πελταστάς X.An.5.2.10, cf. Cyr.7.1.41.
2 retrasar, echar hacia atrás τὸν ὅρον TEracl.ll.cc., en v. pas. τὸ βῆμα ... ἐς τὸν νῦν τόπον ἀνεχωρίσθη D.C.43.49.1
traer, hacer entrar (en la ciudad) εἰς τὸ ἀσφαλὲς τὰ δεόμενα X.Eq.Mag.7.6.

German (Pape)

[Seite 215] zurückführen, zurückgehen lassen, Xen. Cyr. 7, 1, 41 An. 5, 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχωρίζω: ἀναχωρεῖν ποιῶ, ἀποσύρω, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41, Ἀν. 5. 2. 10· ἀγχωρίξαντες (Δωρ.) τὸν ὅρον, ἀποσύραντες, Ἡρακλ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 56, πρβλ. 59.

French (Bailly abrégé)

ramener en arrière.
Étymologie: ἀνά, χωρίζω.

Greek Monolingual

(AM ἀναχωρίζω)
μσν.
1. (μτβ.) απομακρύνω κάποιον από κοντά μου, εγκαταλείπω
2. (αμτβ.) απομακρύνομαι
αρχ.
1. ενεργ. α) κάνω να υποχωρήσει
β) αποσύρω
2. μέσ. αποχωρίζομαι, ζω χωριστά από κάποιον.

Greek Monotonic

ἀναχωρίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να πάει πίσω ή να αποχωρήσει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχωρίζω: приказывать отойти, отводить назад (ἄπαντας τοὺς πελταστάς Xen.).

Middle Liddell

to make to go back or retire, Xen.