ἀπνεύματος

From LSJ
Revision as of 10:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπνεύμᾰτος Medium diacritics: ἀπνεύματος Low diacritics: απνεύματος Capitals: ΑΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Transliteration A: apneúmatos Transliteration B: apneumatos Transliteration C: apneymatos Beta Code: a)pneu/matos

English (LSJ)

ον, (πνεῦμα) without wind or current of air, μεσημβρία Arist.Pr.911b2, ct. Thphr.CP1.8.3.

German (Pape)

[Seite 293] (πνεῦμα), ohne Wind, Arist. probl. 15, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπνεύματος: -ον, (πνεῦμα) ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πνευματώδης: - εἱκότως ἂν αἱ μέσαι νύκτες καὶ ἡ μεσημβρία ἀπνεύματοι εἷεν Ἀριστ. Πρβλ. 15. 5, 5, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 8, 3, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
sin aire, no aireado μεσημβρία Arist.Pr.911b2, οἱ τόποι Thphr.CP 1.8.3.

Greek Monolingual

ἀπνεύματος, -ον (Α)
ο δίχως άνεμο ή ρεύμα από αέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπνεύματος: не обвеваемый ветрами, безветренный (μεσημβρία Arst.).