νεοκόνητος

From LSJ
Revision as of 12:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεοκόνητος: ον· ἴδε νεακόνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement répandu (propr. nouvellement accompli) en parl. du sang.
Étymologie: νέος, κονέω;
mot inexistant in TLG, LSJ, DELG… {conject. à SOPH, Él. 1394 ; d'autres éd. donnent νεακόνητος}.

Greek Monolingual

νεοκόνητος, -ον (Α)
βλ. νεακόνητος.

Russian (Dvoretsky)

νεοκόνητος: свежепролитый (αἷμα Soph. - v. l. к νεακόνητος).