σωτηρίως
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière salutaire : σωτηρίως ἔχειν PLUT être en convalescence.
Étymologie: σωτήριος.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. βλ. σωτήριος.
Russian (Dvoretsky)
σωτηρίως: на благо (τεταγμένως καὶ σ. Sext.): σ. ἔχειν Plut. быть на пути к выздоровлению, чувствовать себя хорошо.