διαβιβάζω
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
causal of διαβαίνω,
A carry over or across, transport, lead over, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Hdt.1.75; ἐς τὴν νῆσον ὁπλίτας Th.4.8: also c. acc. loci, ποταμὸν δ. [τινά] take one across a river, Pl. Lg.900c, Plu.Pel.24: metaph., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Chrysipp.Stoic.2.31, cf. Apollon.Cit.1 (Pass.), Aristid.Or.28(49).29; lead to a conclusion, τινὰ εἰς πέρας τῷ λόγῳ Hld.2.24: in Music, cause the melody to pass, ἐπὶ τὴν παρυπάτην Plu.2.1134f. 2 δ. κλήρους pass through the heats or rounds of an athletic contest, JRS3.282 (Antioch in Pisidia). 3 Pass., of Verbs, have a transitive force, A.D.Synt.277.10,al. 4 later, pass time, Sch.Ar.Pl.847.
Greek (Liddell-Scott)
διαβῐβάζω: μέλλ.-άσω, ἐνεργ. τοῦ διαβαίνω, ποιῶ διαβαίνειν, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, μεταβιβάζω εἰς τὸ ἀπέναντι, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Ἡρόδ. 1. 75· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 8· ὡσαύτως μετ' αἰτ. τόπου, ποταμὸν δ. τινά, μεταφέρω τινὰ εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, βοηθῶ τινα νὰ διαβῇ ποταμόν, Πλάτ. Νόμ. 900C, Πλούτ. Πελοπ. 24·- μεταφ., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Πλούτ. 2. 34Β. 2) μεταγεν., διέρχομαι τὸν χρόνον, διατρίβω, ἴδε Schäf. Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 847.- διαβιβάσκω εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἐν Ἱππ. Ἀγμ. 763.