δυσαποσπάστως

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
de façon à n’être pas facilement arraché.
Étymologie: δυσ-, ἀποσπάω.

Russian (Dvoretsky)

δυσαποσπάστως: с трудом отрываясь: δ. ἔχειν Plat., Diod. цепко держаться, крепко цепляться.