δυσαποσπάστως
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
adv.
de façon à n’être pas facilement arraché.
Étymologie: δυσ-, ἀποσπάω.
Russian (Dvoretsky)
δυσαποσπάστως: с трудом отрываясь: δ. ἔχειν Plat., Diod. цепко держаться, крепко цепляться.