δῆμος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
Dor. δᾶμος (cf. infr. IV), ὁ, A district, country, land, Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες Il.5.710; Λυκίης ἐν πίονι δ. 16.437, cf. Od.13.322, etc.; 'Ιθάκης ἐνὶ δ. 1.103; δήμῳ ἔνι Τρώων 13.266; λαοὶ ἀνὰ δῆμον 16.95: metaph., δῆμος ὀνείρων = the land of dreams, 24.12. 2 the people, inhabitants of such a district, πόληΐ τε παντί τε δήμῳ Il.3.50, cf. h.Cer.271; Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. A.Pers.732. II hence (since the common people lived in the country, the chiefs in the city), the commons, common people, δήμου ἀνήρ, opp. βασιλεύς, ἔξοχος ἀνήρ, etc., Il.2.198,188, cf. 11.328, Hes.Op.261, Hdt.5.66, Act.Ap.12.22, etc. (rarely of a single person, δῆμον ἐόντα = being a commoner, Il.12.213); opp. οἱ εὐδαίμονες, Hdt.1.196; opp. οἱ παχέες, Id.5.30; opp. οἱ δυνατοί, Th.5.4; οἱ… ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος Id.8.73; = Lat. plebs, D.H.6.88, etc.; τοῦ πολλοῦ δῆμου εἷς = one of the people, unus de plebe, Luc. Sat.2; τοῦ δ. ὤν Id.Gall.22; in an army, rank and file, opp. officers, ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν X.Cyr.6.1.14. 2 metaph., δ. ἰχθύων Antiph. 206.7; τυράννων Philostr.VS1.15.1; πιθήκων Id.VA3.4; ὀρνέων Alciphr.3.30. III in a political sense, the sovereign people, the free citizens, A.Th.199,1011, etc.; ὁ δ. ὁ Ἀθηναίων IG12.10.37, etc.; προστάτης τοῦ δήμου Th.6.35, etc.; personified, Ar.Eq.42, al.; ἱερεὺς τοῦ Δ. καὶ τῶν Χαρίτων IG22.1028. 2 popular government, democracy, opp. ὀλιγαρχίη, Hdt.3.82; opp. οἱ τύραννοι, And.1.106; πολίτεομα εἶναι ἐν Χίῳ δ. SIG283.4 (iv B. C.); δήμου κατάλυσις X.HG2.3.28, Arist. Ath.8.4; ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία Philippid.25.7; δ. καταστῆσαι, καταπαύειν, X.HG7.3.3, Th.1.107: in plural, democracies, Id.3.82, D.20.15; δ. ὁ ἔσχατος Arist.Pol.1277b3. 3 the popular assembly, λέγειν ἐν τῷ δ. Pl.R.565b; ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., formula in Inscrr., as IG12.39, etc.; of the assembly of Oxyrhynchus, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), 1407.19 (iii A. D.). IV township, commune ( = Dor. κώμη acc. to Arist.Po.1448a37; but διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46, cf. Pl.Lg.746d, and v. infr.), in Attica, Hdt.5.69, Arist.Ath.21.5, Str.9.1.16, IG12.76.9, al.; elsewhere, ib.12(5).594 (Ceos), Phib.1.28.13 (iii A. D.), OGI49.14 (Ptolemais), etc.:—Dor. δᾶμος, Michel418.34 (Calymna), IG12(1).58.23 (Lindos): in indications of origin, Σωφάνης ἐκ δ. Δεκελεῆθεν Hdt.9.73; δήμου Ἁλαιεύς Antiph.211; τῶν δήμων Πιτθεύς Pl.Euthphr.2b; τῶν δ. Θορίκιος D.39.30, cf. Arist.Ath.21.4; ἐπιγράψαι τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δ. IG22.223B4: metaph., οἱ τῆς θαλάσσης δ. Philostr. Gym. 44. V name for a prostitute, Archil.184. VI faction in the circus, Tab.Defix.Aud.15.8 (Syria, iii A. D.). VII = κατανάγκη, Ps.-Dsc.4.131. (Perh. cognate with Skt. dā´ti 'reap', δαίομαι, δατέομαι.)
German (Pape)
[Seite 563] ὁ (nach alten Gramm. von δέω od. von δέμω? vgl. δᾶ), das Volk; von Hom. an überall; bei Hom. nur im singular. – Genauer: 1) das Volk überhaupt, die Gemeinde, die ganze Bevölkerung eines Gebiets; Iliad. 3, 50 πατρί τε σῷ μέγα πῆμα πόληί τε παντί τε δήμῳ; 24, 706 ἐπεὶ μέγα χάρμα πόλει τ' ἦν παντί τε δήμῳ; besonders die streitbaren Männer, Iliad. 17, 330 ἀνέρας ὑπερδέα δῆμον ἔχοντας; 20, 166 ἄνδρες ἀγρόμενοι, πᾶς δῆμος; das niedere Volk im Gegensatze zu den Vornehmen, Iliad. 2, 198 δήμου ἄνδρα, einen Mann aus dem Volke, Gegensatz vs. 188 βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα. Auffallend Iliad. 12, 213 δῆμον ἐόντα »ein gemeiner Mann seiend«, Schol. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ δημότην, ἰδιώτην, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 9 Steph. Byz. s. v. Δῆμος. Aehnlich nannte Archilochos eine Hure δῆμον, »ein gemeines Weibsstück«, Suid. s. v. Μυσάχνη Eustath. p. 1329, 34. 1088, 39 (Bergk Lyr. Gr. ed. 2 p. 574 frgm. Archiloch. no 184). Weniger kühn Thuc. 8, 73 ὄντες δῆμος und τοῖς ἄλλοις ὡς δήμῳ ὄντι. Bei Herodot. 1, 196 ὅσοι τοῦ δήμου Gegensatz zu ὅσοι εὐδαί. μονες, Arme und Reiche; 5, 30 Gegensatz ἄνδρες τῶν παχέων und δῆμος. Bei Thuc. 5, 4 Gegensatz ὁ δῆμος und οἱ δυνατοί Xen. Oyr. 2, 2, 14 ὁ δῆμος τῶν στρατιωτῶν, die gemeinen Soldaten. Pind. Ol. 3, 16 δᾶμον Ὑπερβορέων, genit. definitiv., das Volk der Hyperboreer = die Hyperboreer; Ol. 5. 14 τόνδε δᾶμον ἀστῶν. So überall. – 2) das freie Volk, Her. 1, 170; bei den att. Schriftstellern, weil in Athen das Volk das herrschende war, immer in dieser edleren Bdtg, Staat, bes. Freistaat, Demokratie, Her. 1, 170; Thuc. u. Folgde; dah. bes. in Athen ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος, der Senat und das Volk; οἱ δῆμοι, demokratische Staaten, Dem. Lpt. 15; im Ggstz von οἱ ὀλίγοι, Her. 3, 82; Thuc. 3, 47; δῆμον καταπαύειν, 1, 107; καταλύειν, Andoc. 3, 4; vgl. Wolf Lept. p. 233; die Volksberrschast auflösen, um eine Aristokratie einzurichten; δήμου κατάλυσις, Thuc. 1, 115; Xen. Hell. 2, 3. 28; auch = Volksversammlung, λέγειν ἐν τῷ δήμῳ, Plat. Rep. VIII, 565 b; Euthyd. 284 b; Xen.; εἰς τὸν δῆμον παρελθεῖν, Plat. Alc. I, 105 a. – 3) das Land, Gebiet, wo ein Volk wohnt. Βοιωτοί, μάλα πίονα δῆμον ἔχοντες Il. 5, 710; Odyss. 13, 322 Φαιήκων ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ; Iliad. 16, 514 Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ; Odyss. 19, 399 Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον; so zu fassen auch wohl ἐν δήμῳ Ἰθάκης Iliad. 3, 201 Odyss. 13, 97; zweifelhafter sind andere Stellen, z. B. Odyss. 11, 14 Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε, 6, 3 ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε, 8, 555 γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε, 13, 233 τίς γῆ, τίς δῆμος; τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν; in dergleichen Stellen kann δῆμος sowohl die Menschen als den Boden bezeichnen. So auch in den Wendungen κατὰ δῆμον und ἀνὰ δῆμον; Odyss. 3, 215 ἦ σέ γε λαοὶ ἐχθαίρουσ' ἀνὰ δῆμον. Odyss. 24, 12 δῆμον ὀνείρων das Reich (Land? Volk?) der Träume. – Hes. Th. 477. 971 u. sp. En., wie Ap. Rh. 1, 799; Mus. 229. – Bes. in Athen, einzelne Gemeinden, Gaue, die 174 Unterabtheilungen der φυλαί; so Her. 9, 73, ἐκ δήμου Δεκελεῆθεν; auch ohne Präpos., 3, 55; ἔστι δὲ τὸν δῆμον Πιτθεύς, Plat. Euth. 2 b. Plat. vrbdt Legg. VI, 746 d ὅθεν φρατρίας καὶ δήμους καὶ κώμας δεῖ τὸν νόμον διατάττειν; vgl. Hermann's Staatsalterthümer §. 111. – Sp. brauchen es übh. für Menge; auch von Thieren, Alciph. 3, 20; Philostr. – Über den Accent-Unterschied zwischen δῆμος und δημός s. Scholl. Herodian. Iliad. 8, 240. 12, 213 Lehrs Aristarch. p. 311.
Greek (Liddell-Scott)
δῆμος: ὁ, διαμέρισμα, γῆ, χώρα, Βοιωτοὶ μάλα πίονα δῆμον ἔχοντες Ἰλ. Ε. 710· Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437, πρβλ. Ὀδ. Ν. 322, κτλ. Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ Α. 103· δήμῳ ἐνὶ Τρώων Ν.266· λαοί ἀνὰ δῆμον Π. 95.- Ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἡ ἔννοια τῆς λέξεως εἶναι ἁπλῶς τοπική, ὡς ἐν τῇ φράσει: δῆμος ὀνείρων, ἡ γῆ τῶν ὀνείρων, Ω.12·- ὡσαύτως οἱ κατοικοῦντες διαμέρισμά τι, χώραν τινά, πόληΐ τε παντί τε δήμῳ, εἰς τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν ὅλην, εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους, Ἰλ. Γ.50. ΙΙ. ἐντεῦθεν (ἐπειδὴ κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους οἱ κοινοί τῶν ἀνθρώπων ἦσαν διεσκορπισμένοι ἀνὰ τὴν χώραν καὶ τοὺς ἀγροὺς, ἐνῷ οἱ ἄρχοντες κατεῖχον τὴν πόλιν), ὁ λαός, ὁ κοινὸς λαός, ὁ ὄχλος· δήμου ἀνήρ, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βασιλεύς, ἔξοχος ἀνήρ, κτλ., Ἰλ. Β. 188, 198, πρβλ. Λ. 328, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 259, Αἰσχύλ. Θήβ. 199, 1006, πρβλ. δημότης· σπανίως ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, δῆμος ἐών, ὢν κοινός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ ὄχλου, Ἰλ. Μ. 213· -οὕτω καὶ παρὰ τοῖς ἱστοριογράφοις, οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι, ὁ ὄχλος, οἱ χυδαῖοι, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ εὐδαίμονες, Ἡρόδ. 1. 196· οἱ παχέες ὁ αὐτ. 5. 31, πρβλ. 66· οἱ δυνατοί Θουκ. 5. 4· οἱ...ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος ὁ αὐτ. 8. 73· (οὕτως ὡς περιληπτικὸν ὄνομα μετὰ πληθ. ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 271)· οὕτω παρὰ τοῖς συγγραφεῦσι Ρωμαϊκῆς ἱστορίας πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Plebs, Διον. Ἁλ. 6. 88. κτλ.· τοῦ πολλοῦ δ. εἷς, unus de plebe, Λουκ. Κρον. 3· τοῦ δ. ὢν ὁ αὐτ. Ἀλεκτρ. 22·- ἐπὶ τῶν στρατιωτῶν κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἔχοντας ἀξίωμα, Ξεν. Κύρ. 6. 1,14·- ἀκολούθως, ὁ λαὸς καθόλου, Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 732. 2) καθόλου, πλῆθος, ἰχθύων Ἀντιφ. Τιμ. 1.7· τυράννων Φιλόστρ. 498· ὀρνέων, πιθήκων Ἀλκίφρων 3.30. ΙΙΙ. ἐν δημοκρατουμέναις πολιτείαις, ὡς τὸ πλῆθος, ὁ λαός, οἱ ἐλεύθεροι πολῖται, Ἡρόδ. 1. 170., 3. 81· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, ἴδε Ἀριστοφ. Ἱππ. 40 κἑξ. 2) δημοκρατία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ὀλίγοι, Ἡρόδ. 3. 82· οἱ τύραννοι Ἀνδοκ, 14. 22, κτλ.· ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία Φιλιππίδ. Ἀδήλ. 2.δ. ὁ ἔσχατος Ἀριστ. Πολ. 3. 4. 12. 3) ὡς τό ἐκκλησία, ἡ συνέλευσις τοῦ λαοῦ, ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., κτλ. IV. δῆμοι, οἱ, (ἐκ τῆς σημασ.Ι) ὑποδιαίρεσις τῶν φυλῶν περιοχή, Δωρ. κῶμαι, Λατ. pagi, ἦσαν ἱε οὗτοι ἀρχαῖαι διαιρέσεις τῆς Ἀττικῆς, ἥτις διενεμήθη ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους μεταξὺ τῶν δέκα φυλῶν· κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἡροδότου ἦσαν ἑκατὸν τὸν ἀριθμὸν (10 εἰς ἐκάστην φυλήν), μετὰ ταῦτα ηὐξήθησαν εἰς 174, Στράβων 396. ― Ἐντεῦθεν Ἀττικῶς, ἐκ δήμου ἢ ἁπλῶς δήμου, προσετίθετο εἰς τὸ ὄνομα, Σωφάνης ἐκ δήμου Δεκελεῆθεν Ἡρόδ. 9.73· δήμου Ἁλαιεύς Ἀντιφ. Τυρρ. 2· ὡσαύτως, τῶν δήμων Πιθεὺς Πλάτ. Εὐθύφρ 2Β· τῶν δ. Θορίκιος Δημ. 1003. 15 (ἔνθα, ὡς ἀλλαχοῦ, μετετράπη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ τὸν δῆμον, ἴδε Δινδ. προοίμ. Δημ. σ. ΧΙΙ. ἔκδ. 1825)· οὐδέποτε τῷ δήμῳ, ὡς κοινῶς φέρεται παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Βατρ. 86. V. ὄνομα πόρνης, ἤγουν κοινή τῷ δήμῳ Ἀρχίλ. (173) παρ’ Εὐστ. VI. παρὰ Βυζαντιακ. συγγραφ., μερίς, φατρία ἐν τῷ Ἱπποδρόμῳ· ἴδε ἐν λ. δημοκρατέομαι. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἀβέβαιος. Τινὲς τῶν ἐτυμολόγων ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑΜ, δαμάζω, Λατ. dom-inus, παραβάλλοντες τὸ Ἀγγλο-Σαξ. team (=οἰκογένεια), Γερμ. zunft, ὡς ἐὰν ἡ πρώτη σημασία ἦτο: σῶμα λαοῦ ἡνωμένον διὰ κοινωνικῶν δεσμῶν. Ἀλλ’ ἡ πρώτη σημασία φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ τῆς κεκαλλιεργημένης χώρας· καὶ τοῦτο ὁδηγεῖ εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Παλαιο-Σκανδιν. tún, Ἀγγλο-Σαξ. tûn, Γερμ. zaun, περίφραγμα, «αὐλόγυρος»· ἴδε Vigfusson ἐν τῷ Ἰσλανδικῷ λεξικῷ ἐν λ. tún.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
A. avec idée de lieu terre habitée par un peuple, territoire appartenant à une communauté, contrée, pays, terre;
B. avec idée de personnes;
I. population d’un pays, peuple;
II. au sens politique ou hiérarchique :
1 peuple par opp. au roi ou aux chefs;
2 dans les États démocratiques l’ensemble des citoyens libres, le peuple ; état démocratique, démocratie ; assemblée du peuple;
III. p. ext. peuple, race, gent : δῆμος νεκρῶν LUC le peuple des morts;
IV. en parl. d’une seule personne citoyen;
C. à Athènes dème ou canton, subdivision de la tribu (φυλή).
Étymologie: vraisembl. de la R. Δα, diviser, partager ; v. δαίω.
English (Autenrieth)
land, then community, people; Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ, Il. 16.437; Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε, Od. 6.3; fig. δῆμον ὀνείρων, Od. 24.12; βασιλῆά τε πάντα τε δῆμον, Od. 8.157; δήμου ἄνδρα, Il. 2.198 (opp. βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα, v. 188); δῆμον ἐόντα (= δήμου ἄνδρα), Il. 12.213.
English (Strong)
from δέω; the public (as bound together socially): people.
English (Thayer)
δήμου ὁ, the people, the mass of the people assembled in a public place: ἄγειν (R G), εἰσελθεῖν εἰς τόν δῆμον: L T Tr WH προάγειν); Homer down.) [ SYNONYMS: δῆμος, λαός: in classic Greek δῆμος denotes the people as organized into a body politic; λαός, the unorganized people at large. But in biblical Greek λαός, is used especially of the chosen people of God; δῆμος, on the other hand (found only in Acts) denotes the people of a heathen city. Cf. Trench, § xcviii.; Schmidt, chapter 199.]
Greek Monolingual
ο (AM δῆμος, Α και δᾱμος)
1. διοικητική περιφέρεια ή περιοχή («Δήμος Αθηναίων», «Δῆμος Κυδαθηναιέων»)
2. το σύνολο τών κατοίκων, ο πληθυσμός της περιοχής
3. φρ. «τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ» — τα οικογενειακά προβλήματα ή μυστικά δεν πρέπει να κοινοποιούνται
νεοελλ.
διοικητική περιφέρεια με περισσότερους από δέκα χιλιάδες κατοίκους η οποία, σύμφωνα με τους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικείται από αιρετό δήμαρχο και δημοτικό συμβούλιο
αρχ.-μσν.
φατρία του ιπποδρόμου
αρχ.
1. χώρα, περιοχή («Βοιωτοἰ μάλα πίονα δῆμον ἔχοντες» — οι Βοιωτοί που έχουν πολύ εύφορη χώρα
2. ο λαός της υπαίθρου, το πλήθος (σε αντίθεση με τους ευγενείς
«ὄφρ' ἀποτίσῃ δῆμος ἀτασθαλίας βασιλέων» — για να πληρώσει ο λαός τις ατασθαλίες τών βασιλέων)
3. πλήθος, μεγάλος αριθμός όμοιων όντων («δῆμος ἰχθύων» — αποφεύγοντας την αυθαιρεσία του τυράννου να πέσουν στην αυθαιρεσία του αδίστακτου όχλου)
4. Δήμος
προσωποποίηση του δήμου
(«ἱερεύς τοῦ Δήμου καὶ τῶν χαρίτων», επιγρ.)
5. το δημοκρατικό πολίτευμα, η δημοκρατία («ἐλπίσαντες δῆμόν τε καταπαύσειν oἱ τύραννοι»)
6. η συνέλευση, η συγκέντρωση τών πολιτών («ἔδοξε τῇ βουλῇ καί τῷ δήμῳ», αποφάσισε η βουλή και η συνέλευση τών πολιτών)
7. μέρος χώρας μαζί με τους κατοίκους του («φρατρίας καί δήμους καὶ κώμας»)
8. (Στην Αττική) κάθε μία από τις υποδιαιρέσεις τών φυλών, της οποίας προΐστατο ο δήμαρχος
9. για τη δήλωση του τόπου της καταγωγής κάποιου («ἐπιγράψει τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δήμου»)
10. (στους Ρωμαίους) η τάξη τών πληβείων
11. (για ένα πρόσ.) άνθρωπος από τον κοινό λαό («οὐδὲ ἔοικε δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν»)
12. (στον στρατό) οι απλοί στρατιώτες (σε αντίθεση με όσους έχουν κάποιο αξίωμα)
13. το μαγικό φυτό κατανάγκη
14. «δήμος (γυνή)» — η κοινή γυναίκα, η πόρνη·
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δήμος συνδέεται με ιρλ. dām «πλήθος, ομάδα, όμιλος», αρχ. ουαλ. danu «πελάτης» και νεο-ουαλ. daw (f) «γαμπρός (ο σύζυγος της κόρης)»
Υποστηρίχθηκε ότι αρχική σημασία της λ. είναι «τμήμα, μέρος» και αποτελεί πιθ. παράγωγο σε -m- (< da-mo-) ενός ρήματος με σημ. «διανέμω, διαμοιράζω» (βλ. δαίομαι) Η λ. έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη τόσο ως α' όσο και ως β' συνθετικό και χρησίμευσε ιδιαιτέρως στη σύνθεση πολλών κύριων ονομάτων κατά την αρχαιότητα.
ΠΑΡ. δημεύω, δημόσιος, δημότης, δημώδης
αρχ.
δημακίδιον, δημίδιον, δημίζω, δημότερος, δημούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συν θετικό) δημαγωγός, δήμαρχος, δημεγέρτης, δημογέρων, δημοκόλακας (Α -κόλαξ), δημοκόπος, δημοκράτης, δημοκρατία, δημοφιλής, δημωφελής
αρχ.
δημαίτητος, δημεραστής, δημεχθής, δημηγόρος, δημήλατος, δημοβόρος, δημοειδής, δημοθοινία, δημοθοινώ, δημοθόρυβος, δημοκηδής, δημόκοινος, δημόκραντος, δημολόγος, δημοπίθηκος, δημοποίητος, δημόπρακτος, δημοπράτης, δημορριφής, δημοτελής, δημοτερπής, δημούχος, δημοχαρής, δημοχαριστής
αρχ.-μσν.
δημόθρους, δημοκατάρατος
μσν.
δημοεξάπτης, δημοπρόβλητος
νεοελλ.
δημαιρεσία, δημογράφος, δημοδιδάσκαλος, δημοσυντήρητος
(Β' συνθετικό) απόδημος, πάνδημος, παρεπίδημος, συνέκδημος, φιλαπόδημος
αρχ.
αυξίδημος, επίδημος, φιλεπίδημος, έκδημος, φιλέκδημος, ένδημος, φιλόδημος, αλλόδημος, ομόδημος, κοινόδημος, συναπόδημος, μισαπόδημος, πολυαπόδημος, μισόδημος, ευθύδημος, πολύδημος. Κύρια ονόματα: (Α' συνθετικό) Δαμάγαθος, Δαμάγης, Δαμάγητος, Δαμαγόρας, Δαμάγων, Δημάδης, Δημάλκης, Δήμανδρος, Δημάνθης, Δημάρατος, Δαμάρετος, Δημάρης, Δαμάριστος, Δαμάρμενος, Δήμαρχος, Δαμαρίων, Δαμαένετος, Δήμαινος, Δαμαίρετος, Δαμαισίδας, Δήμιππος, Δαμοίτας, Δημωφελής, Δημόδουλος, Δημογένης, Δημοδάμας, Δαμόδικος, Δαμόδοκος, Δημόδοτος, Δημόδωρος, Δαμοθάλεια, Δαμόθεμις, Δαμοθέρσης, Δαμόθοινος, Δάμοθος, Δαμοτθίδας, Δαμοκάδης, Δαμοκαλλίστα, Δημόκλειτος, Δαμοκλής, Δαμόκοσμος, Δαμοκούδης, Δαμοκράτης, Δαμοκρέων, Δημοκρίνης, Δαμόκριτος, Δημοκύδης, Δημοκών, Δήμοκος, Δημολέων, Δαμόλοχος, Δαμόλυτος, Δημομέλης, Δημομένης, Δαμομήδης, Δάμητις, Δαμονίκης, Δαμόνικος, Δημόνοθος, Δημόνομος, Δημόνους, Δαμόξενος, Δαμοπείθης, Δαμόπολις, Δημόπυθος, Δαμοσθένης, Δαμόστρατος, Δημοσών, Δαμοτέλης, Δαμότιμος, Δημοτίων, Δημούχος, Δημοφάνης, Δαμόφαντος, Δαμοφείδης, Δαμόφιλος, Δημοφών, Δαμοχάρης, Δημόχαρις, Δαμόχαρτος, Δαμώναξ, Δαμώνων. (Β' συνθετικό) Αγαθόδαμος, Αγασίδαμος, Αγνόδημος, Αινησίδαμος, Ακεστόδημος, Ακρόδημος, Αλεξίδημος, Αλκίδημος, Αλλόδαμος, Αμφίδημος, Αναξίδαμος, Αντίδημος, Απόδημος, Αρασίδαμος, Αριστόδημος, Αρκεσίδημος, Αρμόδαμος, Αρμοξίδαμος, Αρχέδημος, Αστόδαμος, Αστύδημος, Γνωσίδημος, Διακόδημος, Διόδημος, Ένδημος, Επίδημος, Ερασίδημος, Εύδαμος, Ευθύδημος, Ευρησίδημος, Ευρύδημος, Εχέδαμος, Ζευξίδαμος, Ηγέδημος, Ηγησίδημος, Ηρόδαμος, Ηφαιστόδημος, Θαλίδαμος, Θεμιστόδαμος, Θεόδημος, Θρασύδαμος, Ιασίδαμος, Ιθύδαμος, Ιππόδημος, Καλλίδημος, Κηφισόδημος, Κλεινόδημος, Κλεόδημος, Κρατίδημος, Κρινόδαμος, Κριτόδαμος, Κτησίδημος, Λεοντοδάμα, Λυσίδαμος, Μεγιστόδαμος, Μειξίδημος, Μελέδαμος, Μελησίδημος, Μενέδαμος, Μεσόδαμος, Μνασίδαμος, Νεόδαμος, Νικασίδαμος, Νικόδαμος, Ξενόδημος, Ονησίδημος, Ορθόδαμος, Πειθίδαμος, Πεισίδαμος, Πιστόδημος, Πραξίδαμος, Πρόδαμος, Πρωτόδημος, Πυθόδημος, Πυρρίδημος, Σθενόδημος, Στρατόδημος, Σώδαμος, Σωσίδαμος, Ταχύδημος, Τελέδαμος, Τελεσίδημος, Τιμησίδημος, Τιμόδημος, Υδρίδημος, Φανόδημος, Φαύδαμος, Φιλόδαμος, Φιλτόδαμος, Φρασίδημος, Χαιρίδημος, Χαρίδημος, Χαροπίδαμος, Χρησίδημος].
Greek Monotonic
δῆμος: ὁ,
I. εδαφική περιφέρεια, διαμέρισμα, επικράτεια, χώρα, γη, κτήμα, σε Όμηρ.
II. 1. άνθρωποι μιας περιοχής, κοινότητας, δημότες, Λατ. plebs, δήμου ἀνήρ, αντίθ. προς βασιλεύς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για μεμονωμένα πρόσωπα, δῆμος ἐών, όντας κοινός άνθρωπος, δημότης, σε Ομήρ. Ιλ.· στους ιστορικούς, μάζα, όχλος, αντίθ. προς οἱ εὐδαίμονες, οἱ παχέες, οἱ δυνατοί, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για στρατιώτες, αντίθ. προς το αξιωματικοί, σε Ξεν.
2. όπως το πλῆθος, λαός, ελεύθεροι πολίτες, δημοκρατία, αντίθ. προς οἱ ὀλίγοι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
III. στην Αττική, δῆμοι, οἱ, υποδιαίρεση των φυλών, Δωρ. κῶμαι, Λατ. pagi, αρχαίες διαιρέσεις της Αττικής, που ήταν (στην εποχή του Ηρόδ.) 100 στον αριθμό, 10 για κάθε φυλή (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
δῆμος: дор. δᾶμος ὁ
1) земля, страна, край, область (Λυκίης Hom.; Ὑπερβορέων Pind.): δ. ὀνείρων Hom. царство сновидений;
2) население (πᾶς δ. Hom.; Βακτρίων δ. Aesch.);
3) народ (βασιλεύς τε πᾶς τε δ. Hom.);
4) простой народ (οἱ εὐδαίμονες καὶ οἱ τοῦ δήμου Her.): ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δ. (constr. ad sensum) Thuc. восставшие против знати народные массы; τοῦ πολλοῦ δήμου εἷς Luc. человек из народа, простолюдин;
5) солдатская масса, солдаты (ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν Xen.);
6) гражданин: οὐκ ἔοικεν δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν Hom. не пристало гражданину говорить неправду;
7) демократический образ правления, демократия (τῶν πολιτειων δύο - δ. καὶ ὀλιγαρχία Arst.; τὸν δῆμον καταστῆσαι Xen., Arst.);
8) демократическое государство (οἱ δῆμοι Dem.; κύριος ὁ δ. ἐν ταῖς δημοκρατίαις Arst.);
9) народное собрание (ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ. Xen., Dem.; λέγειν ἐν τῷ δήμω Plat.);
10) дем (часть филы; в Аттике их было сначала 100, впосл. - 174; по реформе Клисфена они были сведены, в 10 фил) (κατὰ φύλας καὶ δήμους καὶ φρατρίας Arst.; κατὰ δήμους καὶ γένη Plut.; иногда pl. τῶν δήμων Χολαργεύς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δῆμος -ου, ὁ, Dor. δᾶμος [~ δαίομαι?] landstreek, gebied:; Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ in het vruchtbare land van Lycië Il. 16.514; deme (district in Attica):; ἐὼν ἐκ δήμου Δεκελεῆθεν afkomstig uit de deme Dekelea Hdt. 9.73.1; overdr.: δῆμος ὀνείρων dromenland Od. 24.12. bevolking, volk:; πόληΐ τε παντί τε δήμῳ voor de stad en heel het volk Il. 3.50; ἀνίστασαν τοὺς δήμους zij verdreven de bevolking Hdt. 9.73.2; ἔφυγον ἄνδρες τῶν παχέων ὑπὸ τοῦ δήμου een aantal welgestelden werd verbannen door het volk Hdt. 5.30.1; milit. coll. de gewone soldaten:. ὁ δῆμος τῶν στρατιωτῶν de manschappen Xen. Cyr. 6.1.14. volk (als politieke macht), burgerij:; δήμου προβούλοις τῆσδε... πόλεως door de adviseurs van het volk van deze stad Aeschl. Sept. 1006; volksvergadering:. λέγειν ἐν τῷ δήμῳ voor de volksvergadering spreken Plat. Resp. 565b. democratie:. παρὰ δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; van de kant van de democratie, of de oligarchie, of de monarchie? Hdt. 3.82.4; ξυνωμοσία ἐπὶ τῷ δήμῳ een samenzwering tegen de democratie Thuc. 6.61.1; δῆμον καταστῆσαι een democratie instellen Xen. Hell. 7.3.3; δήμου κατάλυσις ontbinding van de democratie Xen. Hell. 2.3.28.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: land, territory (as opposed to the town), people (Il.); in Athens also a part of the phylai, a deme.
Dialectal forms: Dor. δᾶμος
Compounds: Of the compounds only δημοκρατία government of the people (Ion.-Att.), after ὀλιγαρχία, μοναρχία (δημαρχία = the office of δήμαρχος); further Debrunner Festschrift Edouard Tièche (Bern 1947) 11ff.
Derivatives: (Dor. forms are not mentioned separately.) Substantives: dimin. δημίδιον, δημακίδιον (Ar.) - δημότης, Dor. also δαμέτας (Karpathos) man from the people (Ion.-Att. Dor.) with two normal adj.: δημόσιος belonging to the people, state, public (Ion.-Att.) with δημοσιεύω intr. serve the state, also tr. make public and δημοσιόω confiscate, make public with δημοσίωσις. δημοτικός belonging to the people, useful for the people, democratic; on the difference between δημόσιος and δημοτικός Chantr. Form. 392; - fem. δημότις; denomin. δημοτεύομαι be δημότης, belong to a demos (Att.). - Adject.: δήμιος belonging to the people, public (Od.), ὁ δήμιος euphemist. executioner (Att., Benveniste Sprache 1, 121), δημώδης according to the people (Pl.), δημόσυνος surname of Artemis (Athens IV-IIIa), δημότερος belonging to the people (Call.; after ἀγρότερος). - Denomin. δημεύω make public, confiscate (Att.) with δήμευσις and δημεῖαι αἱ τῶν δήμων συστάσεις H.; δημόομαι sing, explain publicly (Pi.) with δαμώματα τὰ δημοσίᾳ ᾳ᾽δόμενα (Ar. Pax 797); δημίζω act as friend of the people (Ar. V. 699). - Adv. δημόθεν from the people, on communal costs (Od.). -
Origin: IE [Indo-European] [176] *deh₂-mo- people
Etymology: On δημιουργός s. v. Celtic agrees with OIr. dām followers, crowd, OWelsh dauu cliens, NWelsh daw(f) son-in-law, OCorn. dof gener; only this is an ā-stem; so IE *dāmos orig. fem.? (Pedersen Hittitisch 52). Orig. part, if an m-deriv. from a verb divide, s. δαίομαι. So *deh₂-mo-. - (Not here Hitt. damaiš other, second; Pedersen l.c.; see Tischler on damaiš HEG. 8. 67ff.)
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
I. a country-district, country, land, Hom.
II. the people of a country, the commons, Lat. plebs, δήμου ἀνήρ, opp. to βασιλεύς, Il., etc.; of a single person, δῆμος ἐών being a commoner, Il.:—in historians, the commons, commonalty, opp. to οἱ εὐδαίμονες, οἱ παχέες, οἱ δυνατοί, Hdt., Thuc.; of soldiers, opp. to officers, Xen.
2. like πλῆθος, the commons, the democracy, opp. to οἱ ὀλίγοι, Hdt., Ar., etc.
III. in Attica, δῆμοι, οἱ, townships or hundreds, = doric κῶμαι, Lat. pagi, ancient divisions of the county, being (in the time of Hdt.) 100 in number, 10 in each φυλή.
{{FriskDe
|ftr=δῆμος: dor. δᾶμος
{dē̃mos}
Grammar: m.
Meaning: Gau, Land (im Gegensatz zur Stadt), Volk (seit Il.); in Athen auch Bez. der Unterabteilungen der Phylen.
Derivative: Sehr zahlreiche Ableitungen und Zusammensetzungen (die dor. Formen werden nicht besonders notiert). A. Substantiva: Deminutiva δημίδιον, δημακίδιον (Ar.) — δημότης, dor. auch δαμέτας (Karpathos) Mann aus dem Volke, Gemeindegenosse (ion. att. dor.) mit zwei gewöhnlichen Adj.: 1. δημόσιος dem Volk oder Staat gehörend, öffentlich (ion. att.) mit δημοσιεύω intr. dem Staat dienen, auch tr. öffentlich machen und δημοσιόω konfiszieren, öffentlich machen mit δημοσίωσις. 2. δημοτικός zum Volke gehörig, dem Volke günstig, demokratisch; über den Unterschied zwischen δημόσιος und δημοτικός, die sich beide auch direkt auf δῆμος beziehen, Chantraine Formation 392; — Fem. δημότις; Denominativum δημοτεύομαι δημότης sein]], zu einem Demos gehören (att.). — B. Adjektiva (fast völlig von δημόσιος, δημοτικός ersetzt): δήμιος das Volk angehend, öffentlich (seit Od.), ὁ δήμιος euphemistisch Scharfrichter (att., Benveniste Sprache 1, 121), δημώδης volksmäßig (Pl., Phld. usw.), δημόσυνος Bein. der Artemis (Athen IV-IIIa), δημότερος dem Volke gehörend (Kall., A. R. u. a.; nach ἀγρότερος). — C. Denominative Verba: 1. δημεύω öffentlich machen, konfiszieren (att.) mit δήμευσις und δημεῖαι· αἱ τῶν δήμων συστάσεις H. (richtig?); 2. δημόομαι öffentlich singen, vortragen (Pi., Pl. u. a.) mit δαμώματα· τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα (Ar. Pax 797); 3. δημίζω als Freund des Volkes auftreten (Ar. V. 699). — D. Adv. δημόθεν vom Volke aus, auf Gemeindekosten (Od., A. R. u. a.). — Von den Komposita sei nur erwähnt δημοκρατία Volksherrschaft (ion. att.), nach ὀλιγαρχία, μοναρχία (δημαρχία = [[Amt des δήμαρχος); Näheres über Bildung und Entstehung bei Debrunner Festschrift Edouard Tièche (Bern 1947) 11ff.
Etymology: Zu δημιουργός s. bes. Zu δῆμος bietet das Keltische eine genaue Entsprechung in air. dām Gefolgschaft, Schar, akymr. dauu cliens, nkymr. daw(f) Schwiegersohn, akorn. dof gener; nur ist das irische Wort ein fem. ā-Stamm; idg. *dāmos somit ursprünglich fem.? (Pedersen Hittitisch 52). Ursprüngliche Bedeutung Abteilung, Teil, falls, wie wahrscheinlich, m-Ableitung eines Verbs teilen, s. δαίομαι. — Nach Pedersen a. a. O. hierher auch heth. damaiš anderer, zweiter; sehr fraglich; anders über damaiš Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre des Heth. 150.
Page 1,380-381
}}
Chinese
原文音譯:dÁmoj 得摩士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:公眾 相當於: (מִשְׁפָּחָה)
字義溯源:公眾,民眾,聚集,百姓;源自(δέω)*=捆綁)。在公眾中,個人是要受約制,受捆綁的
同源字:1) (ἀποδημέω)到國外去 2) (ἀπόδημος)往遠方去 3) (δημηγορέω)民眾聚集者 4) (δημιουργός)民眾服務者 5) (δῆμος)公眾 6) (δημόσιος)公眾的 7) (ἐκδημέω)移居 8) (ἐνδημέω)留在自己的家鄉 9) (ἐπιδημέω)視為己家 10) (παρεπίδημος)傍依異鄉的 11) (συνέκδημος)同為離家在外者 參讀 (γλῶσσα)同義字
出現次數:總共(4);徒(4)
譯字彙編:
1) 百姓(4) 徒12:22; 徒17:5; 徒19:30; 徒19:33