εὔδενδρος
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
ον, A well-wooded, abounding in fair trees, ἄλσος Pi.O.8.9; μάτηρ (sc. Γαῖα) Id.P.4.74; τέμενος Simon. 13; χόρτοι E.IT134 (lyr.), etc.: also in Prose, Hp.Aër.12 (Sup.), Str.2.3.4, Ph.2.117.
German (Pape)
[Seite 1061] baumreich, mit schönen Bäumen, ἄλσος Pind. Ol. 8, 9; ὄχθος N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, ὄρος Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔδενδρος: -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
planté de beaux arbres ou couvert d'arbres.
Étymologie: εὖ, δένδρον.
English (Slater)
εὔδενδρος
1 well wooded ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) cf. παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (διὰ τὰ τῶν ἐλαιῶν φυτὰ, ἅπερ Ἡρακλῆς ἐξ Ψπερβορέων κομίσας ἐνεφύτευσε τῇ γῇ. Σ.) (N. 11.25) πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.73) εὔδ]ενδροι (supp. Lobel) Δ. 4. h. 4.
Greek Monolingual
εὔδενδρος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά ή ωραία δέντρα («εὔδενδρον τέμενος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δένδρον.
Greek Monotonic
εὔδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά και καλά δέντρα, αυτός που είναι γεμάτος με ωραία δέντρα, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔδενδρος:
1) обильный деревьями, т. е. густой (ἄλσος Pind.; ὕλη Anth.);
2) покрытый лесами, лесистый (ὄχθος Pind.; χόρτοι Eur.; ὄρος Luc.).
Middle Liddell
εὔ-δενδρος, ον δένδρον
well-wooded, abounding in fair trees, Pind., Eur.