ἐπίπεδος
English (LSJ)
ον, A on the ground, on the ground-floor, στοαὶ ἐ., opp. ὑπερῷοι, D.H.3.68, cf. PFlor.376.7 (iii A.D.); σηκός Aret.CA2.2. II. level, flat, Pl.Criti.112a; χωρίον X.HG7.1.29, etc.; οὐκ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρθίῳ not on a level, but... ib.6.4.14; ἐξ ἐπιπέδου PThead.20i3 (iv A.D.); = Lat. de plano, J.AJ19.5.3: irreg. Comp. -πεδέστερος X.HG7.4.13. 2. στεγνὰ ἐπίπεδα an accurately fitting pavement, SIG996.27 (Smyrna, i A.D.). III. in Geom., plane, superficial, opp. στερεός (solid), Pl.Phlb.51c, Ti.32a; ἐ. γωνία a plane angle, ib.54e; ἡ τοῦ ἐ. πραγματεία plane geometry, Id.R.528d; μήκους καὶ ἐ. καὶ βάθους one-, two-, and three-dimensional magnitude, Id.Lg.817e; εἰ κῶνος τέμνοιτο ἐπιπέδῳ Democr.155. 2. of numbers, representing a surface, Plu.2.367f, Nicom.Ar.2.7; ὁ ἰσόπλευρος καὶ ἐ. ἀριθμός a square number, Pl.Tht.148a. Adv. -δως Nicom.l.c.
German (Pape)
[Seite 968] von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι, D. Ha l. 3, 68; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωθεν, ohne Berge, Attika, Plat. Critia. 112 a; χωρίον Xen. u. Folgde; ἦν οὐ πάνυ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρθίῳ τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 6, 4, 14; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene, Plat., vgl. z. B. μῆκος καὶ ἐπίπεδον καὶ βάθος Legg. VII, 817 e; Euclid.; ἀριθμός, Quadratzahl, Plat. Theaet. 148 a; Nicom. ar. 2, 7. – Einen unregelmäßigen compar. ἐπιπεδέστερος hat Xen. Hell. 7, 4, 13. – Adv. ἐπιπέδως, Nicom. Davon
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui repose sur le sol, de plain-pied;
II. p. suite
1 plan, uni ; τὸ ἐπίπεδον sol plat;
2 t. de géom. plan, superficiel ; τὸ ἐπίπεδον surface plane;
3 en parl. de nombres qui représente une surface : ἐπίπεδος ἀριθμός PLAT nombre carré (cf. τρίγωνος ἀριθμός);
Cp. irrég. ἐπιπεδέστερος.
Étymologie: ἐπί, πέδον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπεδος: -ον, ἐπὶ τοῦ πέδου, τοῦ ἐδάφους, στοαὶ ἐπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπερῷοι, Διον. Ἁλ. 3, 68. ― Καθ᾿ Ἡσυχ. «ἐπίπεδον· ἐπὶ τὴν γῆν, χαμόγαιον, ἰσόπεδον» ΙΙ. ἐπίπεδος, ὡς νῦν, Πλάτ. Κριτί. 112Α· χωρίον Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29, κτλ.· οὐκ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὁρθίῳ αὐτόθι 6. 4, 14: ― ἀνώμαλ. συγκρ. -πεδέστερος, αὐτόθι 7. 4, 13. ΙΙΙ. ἐν τῇ γεωμετρίᾳ, ἐπίπεδος. ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στερεός, Πλάτ. Φίληβ. 51C· εἰ μὲν οὖν ἐπίπεδον μέν, βάθος δὲ μηδὲν ἔχον ἔδει γίγνεσθαι τὸ τοῦ παντὸς σῶμα Τίμ. 32Α· ἐπ. γωνία αὐτόθι 54Ε· ― ἐπίπεδον, τό, ἐπίπεδος ἐπιφάνεια (τὸ γενικὸν ὄνομα εἶναι ἐπιφάνεια), ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 528D· μήκους καὶ ἐπ. καὶ βάθους ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 817Ε. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὡς π.χ. οἱ ἀριθμοὶ δύο καὶ τρία ἐκαλοῦντο πρῶτοι ἐπίπεδοι, τὰ δὲ τέσσαρα καὶ ἐννέα πρῶτοι τετράγωνοι, Πλούτ. 2. 1017D· τὰ γὰρ πεντήκοντα καὶ τέσσαρα μεσούσης ὅρον ἀνθρωπίνης ζωῆς εἶναι συγκείμενον ἔκ τε τῆς μονάδος καὶ τῶν πρώτων δυοῖν ἐπιπέδων καὶ δυοῖν τετραγώνων καὶ δυοῖν κύβων (πρῶτοι δὲ κύβοι ἐλέγοντο οἱ ἀριθμοὶ 8 καὶ 21) ὁ αὐτ. 2, 415Ε· ὁ ἰσόπλευρος καὶ ἐπ. ἀριθμός, τετράγωνος ἀριθμός, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― Ἐπίρρ. ἐπιπέδως, ἐξ ἐπιπολῆς, Νικόμ. 101.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (AM επίπεδος, -ον)
αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾶσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» — η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε κατεύθυνσή της μπορεί να εφαρμοσθεί απολύτως η ευθεία γραμμή ή, με διαφορετική διατύπωση, το σχήμα που γράφει μία απέρατη ευθεία που στρέφεται γύρω από ένα σημείο
2. αυτός που έχει επίπεδες επιφάνειες, ισόπεδος, ισοπεδωμένος
3. το ουδ. ως ουσ. το επίπεδο
α) επίπεδη επιφάνεια
β) βαθμίδα ή στάθμη αναπτύξεως («οικονομικό επίπεδο», «βιοτικό επίπεδο» κ.λπ.)
γ) μτφ. κοινωνική ή πνευματική βαθμίδα (α. «ανώτερο, κατώτερο επίπεδο» β. «άνθρωποι του ίδιου πνευματικού επιπέδου»)
δ) θέση ή τάξη στη διαβάθμιση εννοιών, αξιών ή καταστάσεων, βαθμίδα
ε) «επίπεδα σώματος»
ανατ. νοητά επίπεδα για την ακριβή περιγραφή και τον καθορισμό τών οργάνων του σώματος
4. «επίπεδη τέχνη»
(ζωγραφ.) η τέχνη που αναπαριστάνει τα αντικείμενα πάνω σε ένα και μόνο επίπεδο, χωρίς προοπτική
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στη γη, στο έδαφος
2. (για αριθμό) α) αυτός που παριστάνει μια επιφάνεια, οι αριθμοί 2 και 3 («δύο καὶ τρία πρῶτοι ἐπίπεδοι, τὰ δὲ τέσσαρα καὶ ἐννέα τετράγωνοι», Πλούτ.)
β) τετράγωνος (αριθμός)
3. (γεωμ.) αυτός που κείται πάνω σε επίπεδη επιφάνεια
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπεδον
α) το δάπεδο
β) επίπεδη επιφάνεια
5. φρ. «ἐξ ἐπιπέδου» — ομαλά, χωρίς δυσχέρειες.
επίρρ...
ἐπιπέδως
ομαλά, χωρίς δυσχέρειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πέδον «ἐδαφος, γη» (πρβλ. άπεδος, υψίπεδος, χαλκόπεδος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἐπίπεδος: -ον (πέδον), αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, επίπεδος, ισόγειος, σε Ξεν. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ. -πεδέστερος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπεδος:
1) ровный, равнинный (χωρίον Xen.);
2) горизонтальный (θύραι Plut.);
3) плоский (γωνία Plat.; ὁ ἥλιος σφαιροειδὴς ὢν ἐ. φαίνεται Arst.);
4) мат. (о числе) квадратный (ἀριθμός Plat.).
Middle Liddell
ἐπίπεδος, ον πέδον
to the level of the ground, level, Xen., etc.:—irreg. comp. -πεδέστερος, Xen.