γλαυκῶπις

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκῶπις Medium diacritics: γλαυκῶπις Low diacritics: γλαυκώπις Capitals: ΓΛΑΥΚΩΠΙΣ
Transliteration A: glaukō̂pis Transliteration B: glaukōpis Transliteration C: glafkopis Beta Code: glaukw=pis

English (LSJ)

ἡ, gen. ιδος: acc. ιδα, also ιν Od.1.156:—in Hom., epithet of Athena, prob., A with gleaming eyes, Il.1.206, al., cf. IG12.418, Sch. Ven.ad 5.458, Hsch. II = γλαυκός, of the olive, Euph.150; of the moon, Emp.42.3, E.Fr. 1009.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
• Morfología: [voc. γλαυκῶπις Il.8.420 (cód.); ac. γλαυκώπιδα Il.8.373, Hes.Th.895, Ibyc.22a, etc., pero γλαυκῶπιν Od.1.156, Hes.Th.13, 888, h.Ap.314, h.Ven.8; dat γλαυκόπι IGDS 8 (Himera VI a.C.)]
de ojos claros o brillantes, de aspecto resplandeciente o, según otras interpretaciones, de ojos de lechuza epít. de Atenea θεὰ γ. Ἀθήνη Il.1.206, 8.357, Od.1.44, 13.329, Hes.Th.573, 888, Op.72, γ. Ἀθήνη Il.2.172, Od.1.156, Hes.Th.13, 924, h.Ap.323, l.c., h.Ven.l.c., IGDS l.c., Stesich.14.3S., S.OC 706, κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν Hes.Th.895, γ. κούρη Il.24.26, Od.2.433, Pi.N.7.96, Ar.Th.317, CEG 282 (Atenas V a.C.), γ. ὀβριμοπάτρη Od.3.135, 24.540, Hes.Th.587
como subst., ref. tb. a Atenea γλαυκῶπις Il.8.373, 406, 420, Od.6.47, 13.389, Pi.O.7.51, N.10.7, Orph.H.32.17, Tyrt.2.16, Corn.ND 20, Luc.DDeor.13, Charid.11, Ach.Tat.2.14.1
epít. de Casandra, Ibyc.l.c.
de Tetis, Orph.H.22.1
de Hera τέμενος γλαυκώπιδος ... Ἥρης AP 9.189
de la luna, Emp.B 42.3, E.Fr.1009, identificada con Atenea Μήνη γ. Nonn.D.5.70
del olivo como árbol asociado a Atenea, Euph.166 (pero tal vez c. connotación de color de color verde brillante), cf. γλαυκός y γλαυκωπός.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκῶπις: ἡ· γεν.-ιδος· αἰτ. -ιδα, ἀλλὰ καὶ -ιν Ὀδ. Α. 156·‒ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, οὐχὶ τοσοῦτον ἐκ τοῦ χρώματος, ὅσον ἐκ τῆς φοβερᾶς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῆς λάμψεως, ἡ ἀκτινοβολοῦντας ἔχουσα ὀφθαλμούς, ἴδε ἰδίως Ἰλ. Α. 206, Σχόλ. Βεν. εἰς Ε. 458, Ἡσύχ. ἐν λ.· ἐν Ἀνακρεοντ. 85, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μαλακότητα (τὸ ὑγρὸν) τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀφθαλμῶν, Παυσ. 1. 14, 6. ΙΙ. = γλαυκός, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Εὔφορ. Ἀποσπ. 140·‒ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλούτ. 2. 934C, Εὐρ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1280.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
aux yeux brillants (Athéna) ; subst. la déesse aux yeux brillants.
Étymologie: γλαυκός, ὤψ.

English (Autenrieth)

ιδος: gleaming-eyed (and with reference to the color, grayish-blue); epithet of the warlike goddess Athēna.

English (Slater)


1 bright eyed epithet of Athene. Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα (N. 7.96) pro subs., αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις (O. 7.51) Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν (N. 10.7) π]ολίοχον Γλαυ[κώπιδ]α (supp. Lobel) Δ. 4. 38.

Greek Monolingual

γλαυκῶπις, (-ιδος), η (Α)
1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια
2. γλαυκόςγλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία του επιθέτου πρέπει να ήταν «αυτή που έχει μάτια ή όψη κουκουβάγιας» (βλ. και λ. γλαυκός)].

Greek Monotonic

γλαυκῶπις: ἡ, γεν. -ιδος, αιτ. -ιδα ή -ιν (ὤψ)· σε Όμηρ. ως επίθ. της θεάς Αθηνάς, που είχε αστραφτερούς, πολύ φωτεινούς, λαμπερούς και άγριους οφθαλμούς, μάτια· βλ. γλαυκός.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκῶπις: ιδος adj. f светлоокая или со сверкающими глазами (эпитет Афины Hom., Pind., Soph., Arph., реже Геры Anth. и Луны Emped.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: with the bright, lighting eyes of a owl (Il.), epithet of Athena. On the meaning Pötscher, Philologus 141/1 (1997) 3-20 (not to γλαυκός blue).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: The owl was associated with Athena. Its eyes are notably remarkable for their éclat nocturne. Cf. βοῶπις of Hera. See γλαῦξ.

Middle Liddell

γλαυκός, ὤψ]
in Hom. as epithet of Athena, with gleaming eyes, brighteyed; v. γλαυκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαυκῶπις -ιδος γλαύξ, ὤψ] acc. sing. -ῶπιν en -ώπιδα
1. met de aanblik of ogen van een uil, uilogig; anders met glanzende ogen, epithet van Athena, ook subst.
2. met een grijze kleur, helder, stralend:. γλαυκώπιδος... μήνης van de stralende maan Emp. B 42.3.