περίσαρκος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, surrounded with flesh, fleshy, Arist.Phgn. 809b7 (Comp.), Adam.2.2 (Comp.): Com. metaph., φωνάριον π. Clearch.Com.2(cj.for -σαργ-).
German (Pape)
[Seite 590] mit Fleisch umgeben, fleischig; Arist. physiogn. 5, 5; Adamant. physiogn. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
περίσαρκος: -ον, πολύσαρκος, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, Ἀδαμαντ. 2. 1· ― κωμ. μεταφορ., φωνάριον π. Κλέαρχος ἐν «Κιθαρωδῷ» 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύσαρκος, σαρκώδης, κρεατωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. ά-σαρκος, κατά-σαρκος].
Russian (Dvoretsky)
περίσαρκος: очень мясистый (ἰσχία Arst.).