ἀμαλδύνω

From LSJ
Revision as of 11:51, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαλδύνω Medium diacritics: ἀμαλδύνω Low diacritics: αμαλδύνω Capitals: ΑΜΑΛΔΥΝΩ
Transliteration A: amaldýnō Transliteration B: amaldynō Transliteration C: amaldyno Beta Code: a)maldu/nw

English (LSJ)

(ἀμαλός) Ep. (not in Od.) and Ion. word, properly, A soften, mitigate, ἐλπωρὴ ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, cf. 13.401; but in early Ep. crush, destroy, τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.18; bring low, συμφορὰ ἐσθλὸν ἀμαλδύνει B.13.3; put an end to, τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17; use up, squander, χρήματα Theoc.16.59; weaken, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174:—Pass., ὥς κεν . . τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax380; ὄμματα ἀ. Hp.Mul. 2.201; ἀ. ἡ δίοδος τῆς γονῆς Id.Genit.2; ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP6.18 (Jul.); neglect, waste, Democr.202. 2 metaph., conceal, disguise, εἶδος h.Cer.94, cf. A.R.1.834; efface, στίβον Id.4.112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαλδύνω: [ῡ], (ἀμαλός) Ἐπ. ῥῆμα (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) = ἁπαλύνω, μαλακὸν ποιῶ, ἐξασθενίζω, ἐντεῦθεν συντρίβω, καταστρέφω, ἐξαφανίζω, ἐξαλείφω, τεῖχος ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, ἀναλίσκω, κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... τεῖχος ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., κρύπτω, ἀποκρύπτω, μεταβάλλω, καθιστῶ ἀγνώριστον, εἶδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. ἀπαμαλδύνω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀμαλδυνῶ, ao. ἠμάλδυνα, pf. inus.
Pass. f. ἀμαλδυνθήσομαι, ao. ἠμαλδύνθην, pf. inus.
I. affaiblir, supprimer;
II. p. suite :
1 détruire;
2 rendre méconnaissable, dissimuler.
Étymologie: ἀμαλός.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἀμαλδῦναι, part. -ύνᾶς, pass. pr. subj. ἀμαλδύνηται: crush, efface, τεῖχος. (Il.)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1aplastar, destrozar τεῖχος Il.12.18, ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax 380
estropear εἶδος h.Cer.94, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174, τίς φθόνος ἠμάλδυνε ... χαίτην; Nonn.D.18.349
poner fin τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17
borrar στίβον A.R.4.112.
2 ocultar φόνου τέλος A.R.1.834.
3 malgastar τὰ παρέοντα Democr.B 202, χρήματα Theoc.16.59.
4 fig. deprimir, desmoralizar συμφορὰ δ' ἐσθλὸν τ' ἀμαλδύνει B.14.3.
II en v. med.-pas.
1 deshacerse, destruirse ὥς κέν τοι ... τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463.
2 estropearse ὄμματα Hp.Mul.2.201, ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς Hp.Genit.2, ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP 6.18 (Iul.).
III ablandar, mitigar ἐλπωρὴ ... ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, πάντα ... ἠμάλδυνε θεὴ Κύπρις Q.S.13.401.
• Etimología: De la raíz *melH- ‘moler’, ‘machacar’, ‘blando’. C. distinct grados vocálicos y trat., encontramos en gr. μάλευρον, μύλη, μάλκη, βλάξ, βληχρός, βλαδύς, μαλακός, ἀμαλός, ἀμβλύς, βλίτον, etc. Fuera del griego lat. molo, mulier, blandus, got. muldapolvo’, ai. mlāyatidebilitarse’, etc.

Greek Monolingual

ἀμαλδύνω (Α)
(επική και ιωνική λέξη)
1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω
2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω
3. θέτω τέρμα σε κάτι
4. ταπεινώνω, υποβιβάζω
5. σπαταλώ, καταξοδεύω
6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα
7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι αγνώριστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός ρηματικός τ. που απαντά κυρίως στην ποίηση με μεγάλη ποικιλία χρήσεων. Η λ. είναι γνωστή ήδη από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπου απαντά με τη σημασία «καταστρέφω, εξαλείφω». Ετυμολογικά το ρ. πρέπει να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. ἀμαλδὺς που είναι αντίστοιχος του αρχ. ινδικού mrdứ- «λεπτός» και του λατ. mallis «μαλακός, απαλός». Προβλήματα δημιουργεί η προέλευση του αρκτικού - της λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το - να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (schwa, indogermanicum) της αρχικής ΙΕ ρ. mldu-(meld-) «απαλός, μαλακός» ή να αποτελεί μεταγενέστερη ανάπτυξη στην Ελληνική (προθετικό φωνήεν). Με την ίδια ΙΕ ρ. mldu- «απαλός, μαλακός» συνδέονται επίσης και οι λέξεις βλαδύς (< μβλαδύς < μλαδύς) «αδύνατος» και βλαδαρός (< μβλαδαρός < μλαδαρός), «μαλακός», όπου το φωνηεντικό l. του αρχικού θ. αντιπροσωπεύεται ως -λα-. Η λ. είναι συγγενής επίσης και με τα: ἀμβλύς, ἀμαλὸς «μαλακός, αδύνατος», μαλθακός, μαλακός, μέλδομαι «λειώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάνδαλος.

Greek Monotonic

ἀμαλδύνω: [ῡ] (ἀμαλός),
1. απαλύνω, μαλακώνω, εξασθενίζω· έπειτα, καταστρέφω, αφανίζω, εξαλείφω, σε Ομήρ. Ιλ.· δαπανώ, καταναλώνω, διασπαθίζω, χρήματα, σε Θεόκρ. — Παθ., ὥς κεν τεῖχος ἀμαλδύνηται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμαλδυνθήσομαι, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., καλύπτω, μεταμφιέζω, αποκρύπτω, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαλδύνω: (ῡ)1) разрушать, уничтожать (τεῖχος Hom.; ὑπὸ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι Arph.): ἀμαλδυνθεὶς χρόνῳ μορφήν Anth. обезображенный временем;
2) расточать (χρήματά τινος Theocr.);
3) скрывать, прятать: ἀ. εἶδος HH менять свой вид.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: destroy, weaken (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One assumes a denominative from *ἀμαλδύς, which is further not known. The first question is whether the word has the same root as βλαδύς (q.v.). The ἀ- must then have been added after the privative formations (which always express some lack), but this is not very probable; influence of ἀμαλός is not very likely. - The form seems identical with Lat. mollis (< *moldu̯is) soft, Skt. mr̥dú- id. Arm. meɫk weak, soft shows no initial laryngeal for this group (Pok. 718). The absence of prothesis could point to substratal origin, but there are no other indications for this. - μέλδομαι to smelt is hardly cognate because of its meaning. However, it has a variant ἀμέλδειν showing the same problem as ἀμαλδύνω / βλαδύς. In this case we are certain of cognate forms with s-, OHG smelzan; does this point to h₂m-/sm-? The question has not been solved. - μαλθακός, μαλακός, ἀμαλός and ἀμβλύς differ too much to be useful. Not here βλέννα and μύλη.

Middle Liddell

ἀμαλός
1. to soften: then to destroy, efface, Il.: to use up, squander, χρήματα Theocr.:— Pass., ὥς κεν τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.
2. metaph. to conceal, disguise, Hhymn.

Frisk Etymology German

ἀμαλδύνω: {amaldúnō}
Grammar: v.
Meaning: zerstören, schwächen, entstellen (ep. ion.).
Etymology: Wahrscheinlich faktitives Denominativ von *ἀμαλδύς, bis auf den (prothetischen?) Anlautsvokal = lat. mollis (< *moldu̯is), aind. mr̥dú-; mit anderem Ablaut arm. meɫk. Falls nicht prothetisch, könnte ἀ- im Anschluß an die Privativbildungen hinzugefügt sein (oder nach ἀμαλός?). Neben *ἀμαλδύς steht, mit anderer Behandlung des sonantischen l, βλαδύς in βλαδεῖς (s. d.)· ἀδύνατοι ἐξ ἀδυνάτων H., wohl auch in βλαδέα (Konj. Hp. Aër. 20); ferner, nach einer glaubhaften Vermutung bei Gal. 19, 88, βλαδαρός < *μλαδ- schlaff, mit dem bekannten Suffixwechsel υ: ρο (αἰσχύνη: αἰσχρός). Vgl. μέλδομαι, μαλθακός, außerdem ἀμαλός und ἀμβλύς, des weiteren auch βλέννα und μύλη. Ältere Lit. bei Bq und WP. 2, 288.
Page 1,84