ὑπερακρίζω
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
A mount and climb over, c. acc., τειχία X.Eq.Mag.6.5. II project, beetle over, c. gen., δόμων E.Supp.988 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1190] übersteigen, τειχία, Xen. Hipp. 6, 5; – intrans., über Etwas hervorragen, an Höhe übertreffen, δόμων πέτρα Eur. Suppl. 1013.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερακρίζω: ἀναβαίνω καὶ ὑπερβαίνω, μετ’ αἰτ., τείχη Ξεν. Ἱππ. 6, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερήκρισας· ὑπεράγαν [[[ὑπὲρ]] ἄκραν] ἐπήδησας». ΙΙ. προέχω, προεξέχω ὑπεράνω, μετὰ γεν., δόμων Εὐρ. Ἱκέτ. 988.
French (Bailly abrégé)
1 s'élever par-dessus, franchir;
2 dépasser en hauteur, se dresser au-dessus de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἄκρος.
Greek Monolingual
Α
υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.)
2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό].
Greek Monotonic
ὑπερακρίζω: μέλ. -σω,
I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν.
II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερακρίζω:
1) (верхом), перескакивать (τείχη Xen.);
2) превышать: πέτρα, ἣ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει Eur. скала, которая высится над этим дворцом.
Middle Liddell
fut. σω
I. to mount and climb over, c. acc., Xen.
II. to project, beetle over, c. gen., Eur.