λάλημα
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ατος, τό, A talk, prattle, Eub.109, Mosch.1.8. II prater, S.Ant.320; ποικίλων λαλημάτων E.Andr. [937]. 2 a person talked about, by-word, LXX 3 Ki.9.7, al. III style, Nausiph. 2.
German (Pape)
[Seite 9] τό, das Geschwätz, Mosch. 3, 8, u. Sp., auch = Geräusch, Eubul. Ath. VI, 229 a. – Als Schmähwort, der Schwätzer, οἴμ' ὡς λάλημα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ Soph. Ant. 320; von Frauen, Eur. Andr. 938, im plur.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 bavardage, babil;
2 p. ext. bavard, causeur.
Étymologie: λαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
λάλημα: [λᾰ], τό, ὁμιλία, φλυαρία, Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, Μόσχ. 1. 8. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀντ. 320 (ἂν μὴ ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ ἄλημα, ἴδε Δινδ.)· ποικίλων λαλημάτων Εὐρ. Ἀνδρ. 937. 2) ἄνθρωπος περὶ οὗ γίνεται συχνὸς λόγος ἐπὶ κακῷ, πρὸς ὄνειδος, Λατ. fabula, Ἑβδ. (Γ Βασιλ. Θ΄, 7, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
το (AM λάλημα) λαλώ
ομιλία, λόγος, φλυαρία
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («του πετεινού το λάλημα»)
2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου
3. στον πληθ. τα λαλήματα
τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή ορχήστρα
αρχ.
1. κατηγορία εναντίον κάποιου, καταλαλιά («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)
2. ύφος λόγου
3. συνεκδ. ο φλύαρος, ο φαφλατάς («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», Ευρ.).
Greek Monotonic
λάλημα: [λᾰ], -ατος, τό,
I. ομιλία, φλυαρία, σε Μόσχ.
II. φλύαρος άνθρωπος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λάλημα: ατος (ᾰ) τό
1) pl. болтовня Eur.;
2) болтун(ья) (λ. δῆλον Soph.).
Middle Liddell
I. talk, prattle, Mosch.
II. a prater, Soph., Eur.