βρωτός

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρωτός Medium diacritics: βρωτός Low diacritics: βρωτός Capitals: ΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: brōtós Transliteration B: brōtos Transliteration C: vrotos Beta Code: brwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be eaten, Archestr.Fr.28; φάρμακον, opp. ποτόν, Porph.Abst.1.27. II βρωτόν, τό (τὸν β. Bull.Soc.Alex.6.45), meat, opp. ποτόν, X.Mem.2.1.1; βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp.1110, cf. LXX 1 Es.5.54, Aristeas 128, PSI1.64.21 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 masticable de medicamentos op. ποτόν Porph.Abst.1.27
subst. medicamento sólido μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασιν odio a quienes quieren alargar su vida con medicamentos sólidos, pócimas y hechizos E.Supp.1110, cf. LXX 1Es.5.53, PSI 64.21 (I a.C.).
2 comestible θνησειδίαι Pythag.B 1a, σάλπη Archestr.SHell.159
subst. τό β. alimento sólido, comida Archestr.SHell.133
op. ποτόν: ἐγκράτεια πρὸς ἐπιθυμίαν βρωτοῦ καὶ ποτοῦ X.Mem.2.1.1
en plu. ἔνια ... τῶν βρωτῶν οὕτως ἕψεται Thphr.Ign.43
op. ποτά Hp.Epid.6.4.7, Gal.17(2).137, 138, 292, cf. Aristeas 128, LXX Ib.33.20, Phld.Mus.4.18.26
plu. βρωτά animales destinados a ser comidos, PK 2 (p.14.20).

German (Pape)

[Seite 467] eßbar, καὶ ποτός Eur. Suppl. 1110; Xen Mem. 2, 1, 1; καὶ ποτά 4, 2, 31; Archestr. Ath. VII 321 e.

Greek (Liddell-Scott)

βρωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ βιβρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ φάγη, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Ε. ΙΙ. βρωτόν, τό, φαγητόν· ἀντίθ. τῷ ποτόν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 11· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mangeable ; τὸ βρωτόν XÉN nourriture solide.
Étymologie: adj. verb. de βιβρώσκω.

Greek Monolingual

βρωτός, -ή, -όν (Α)
1. φαγώσιμος
2. το ουδ. ως ουσ. το φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο < (θ.) βρω του ρ. βιβρώσκω, που συνδέεται πιθ. με λιθ. girtas «μεθυσμένος» και με αρχ. ινδ. ġīrnά- «καταβροχθισμένος»].

Greek Monotonic

βρωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του βι-βρώσκω, αυτός που μπορεί να φαγωθεί· βρωτόν, τό, το κρέας, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

verb. adj. of βιβρώσκω,]
to be eaten:— βρωτόν, meat, Eur., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρωτός -ή -όν βιβρώσκω eetbaar; subst. n. τὸ βρωτόν voedsel, eten.