temerity

From LSJ
Revision as of 10:06, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV5)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 859.jpg

subs.

P. προπέτεια, ἡ, θρασύτης, ἡ, εὐχέρεια, ἡ, P. and V. ἀβουλία, ἡ, ἀσυνεσία, ἡ (Eur., Frag.), θράσος, τό, τόλμα, ἡ, ἀφροσύνη, ἡ, Ar. and V. δυσβουλία, ἡ.

Rash act: P. and V. τόλμημα, τό, κινδύνευμα, τό.