γενητικός

From LSJ
Revision as of 21:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενητικός Medium diacritics: γενητικός Low diacritics: γενητικός Capitals: ΓΕΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: genētikós Transliteration B: genētikos Transliteration C: genitikos Beta Code: genhtiko/s

English (LSJ)

v.l. for γενν-, Arist.Top.124a24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
generador subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.Top.124a24 (var.), Plu.2.1013b.

Greek Monolingual

γενητικός, -ή, -όν (Α)
ο γεννητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή του γεννητικός. Για το ένα ή τα δύο -ν- της λ. βλ. λ. γεννώ].

Russian (Dvoretsky)

γενητικός: v.l. = γεννητικός.