λεπτόν
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
German (Pape)
[Seite 30] τό, sc. νόμισμα, ein kleines Stück Geld, kleine Münze, N. T – Bei S. Emp. adv. astrol. 5 der sechszigste Theil eines Grades.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 (s.e. νόμισμα) petite pièce de monnaie, menue monnaie;
2 (s.e. ἔντερον) l’intestin grêle;
3 (s.e. μέρος) minute, soixantième partie d'un degré.
Étymologie: λεπτός.
English (Strong)
neuter of a derivative of the same as λεπίς; something scaled (light), i.e. a small coin: mite.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λεπτόν: (ενν. νόμισμα), τό, πολύ μικρό νόμισμα, απειροελάχιστη ποσότητα χρημάτων (το ⅙ της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
λεπτόν:
I τό (sc. μέρος)
1) 60-я часть градуса, минута Sext.;
2) тонкая часть: λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν Thuc. суживаться по направлению к корабельному носу;
3) тонкая линия: ἐπὶ λ. τετάχθαι Xen. быть выстроенным в узкую линию (о боевом порядке);
4) мелкая порода: τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων Her. мелкий скот;
5) тонкость, деталь: κατὰ λ. Cic. обстоятельно;
6) лепта, мелкая монета (χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης NT).
II adv. высоким голосом, тонко, нежно (ἀμφιτιττυβίζειν Arph.).