θωρακοποιός
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
ὁ, maker of breastplates, X. Mem.3.10.9, IG22.1261.3, PTeb.278i8 (i A.D.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de cuirasses.
Étymologie: θώραξ, ποιέω.
Greek Monolingual
θωρακοποιός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής θωράκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -ος + -ποιός (< ποιώ)].
Greek Monotonic
θωρᾱκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει θώρακες, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θωρᾱκοποιός: ὁ мастер, изготовляющий панцири Xen.