ποτή

From LSJ
Revision as of 16:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτή Medium diacritics: ποτή Low diacritics: ποτή Capitals: ΠΟΤΗ
Transliteration A: potḗ Transliteration B: potē Transliteration C: poti Beta Code: poth/

English (LSJ)

(A), ἡ, A flight, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Od.5.337; ποτῇσι v.l. in h.Merc.544; ποτὴν ἴσον dub.l. in Alex.Aet.5.5.
ποτή (B), ἡ, sample of wine, ἐκ ληνοῦ POxy.1673.12, al. (ii A. D.), cf. BGU1143.18 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.

Greek (Liddell-Scott)

ποτή: ἡ, = πτῆσις, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
vol, essor.
Étymologie: πέτομαι.

English (Autenrieth)

(πέτομαι): flying, flight, Od. 5.337†.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ' εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέτομαι «πετώ» + κατάλ. -η].
(II)
ἡ, Α
μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. ποτ-ός) + κατάλ. -η (βλ. λ. πίνω)].

Greek Monotonic

ποτή: ἡ, = πτῆσις, πτήση, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτή:полет, взлет Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτή -ῆς, ἡ [πέτομαι] vlucht, het vliegen.

Middle Liddell

ποτή, ἡ, = πτῆσις
flight, Od.