κατασκευασμός

From LSJ
Revision as of 01:16, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευασμός Medium diacritics: κατασκευασμός Low diacritics: κατασκευασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kataskeuasmós Transliteration B: kataskeuasmos Transliteration C: kataskevasmos Beta Code: kataskeuasmo/s

English (LSJ)

ὁ, contrinance, D.24.16; ἐκ δατασκευασμοῦ, Lat.ex composito, D.C.38.9, al.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, = κατασκεύασμα, bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευασμός: ὁ, μηχανισμός, μηχάνημα, ἐπινόημα, κ. ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν Δημ. 705. 3· ἐκ κατασκευασμοῦ, Λατ. ex instituto, composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 38. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
machination, invention ; ἐκ κατασκευασμοῦ d'accord.
Étymologie: κατασκευάζω.

Greek Monolingual

κατασκευασμός, ὁ (Α) κατασκευάζω
επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

κατασκευασμός: ὁ, επινόηση, τέχνασμα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατασκευασμός: ὁ Dem. = κατασκεύασμα 5.

Middle Liddell

κατασκευασμός, οῦ,
contrivance, Dem. [from κατασκευάζω