unexpected
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἀπροσδόκητος, ἀδόκητος (Eur., H. F. 92), ἀνέλπιστος, Ar. and V. ἄελπτος, V. ποταίνιος, ἀφρόντιστος (Aesch., Ag. 1377).
Paradoxical: P. παράδοξος.
Sudden: Ar. and P. αἰφνίδιος, P. ἐξαιφνίδιος, V. ἀφνίδιος, ἐπίσσυτος, πρόσπαιος.
From causes unexpected and unforeseen: V. ἐξ ἀέλπτων κἀπρομηθήτων (Aesch., Supp. 357).