πεντεδάκτυλος
English (LSJ)
ον, measuring five finger-breadths, ἐμπόλια π. πανταχῇ IG22.1675.8.
German (Pape)
[Seite 557] = πενταδάκτυλος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεδάκτυλος: πεντεδραχμία, ἴδε ἐν λέξ. πεντα-.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πενταδάκτυλος.
Léxico de magia
-ον bot. π. βοτάνη planta de cinco dedos, cincoenrama para hacer tinta πεντεδάκτυλον βοτάνην καὶ ἀρτεμισίαν καύσας ἁγνῶς λειοτρίβησον καὶ χρῶ tras quemar sagradamente cincoenrama y artemisa, machácalo y úsalo P II 35 para escribir εἰς φύλλον πεντεδακτύλου βοτάνης γράψον τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα ... γράψας σμυρνομέλανι en una hoja de planta de cincoenrama escribe el signo siguiente, escribiéndolo con tinta de mirra P II 40