λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: πλᾰτύπλευρον | Medium diacritics: πλατύπλευρον | Low diacritics: πλατύπλευρον | Capitals: ΠΛΑΤΥΠΛΕΥΡΟΝ |
Transliteration A: platýpleuron | Transliteration B: platypleuron | Transliteration C: platyplevron | Beta Code: platu/pleuron |
τό, plantago, Gloss. (patipleoron cod.).
τὸ, Α
το φυτό πλαντάγο (Ι), γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πλευρά.