προβιβρώσκω
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
eat first, ἢν -βεβρώκῃ ὥνθρωπος Aret.SA2.2:—Pass., προβρωθέντα φύλλα Dsc.3.45, cf. 1.125.
German (Pape)
[Seite 711] (s. βιβρώσκω), vorher essen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβιβρώσκω: βιβρώσκω, καταβροχθίζω πρότερον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 2.
Greek Monolingual
Α
καταβροχθίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βιβρώσκω «τρώγω»].