πρόσπτωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, falling or lying against, Hp.Nat.Mul.44; impact, αἱ τοῦ ῥοῦ π. D.S.3.44; πνεύματος Placit.4.16.1; φωνῆς Phld. Mus.p.50K., cf. Thphr.Vent.21, Sor.Fract.3 (πρόπτ- cod.), Gal.8.712, etc.; pressure of bandages, Id.18(1).770.
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, das Fallen od. Stoßen wogegen; Plut. plac. phil. 4, 16; Theophr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, heurt.
Étymologie: προσπίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπτωσις: ἡ, τὸ προσπίπτειν ἢ προσκρούειν πρός τι, Ἱππ. 579. 33· αἱ τοῦ ῥοῦ πρ. Διόδ. 3. 44· πνεύματος Πλούτ. 2. 901F, πρβλ. Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 21, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσπτωσις: εως ἡ досл. падение, перен. напор (πνεύματος Plut.; αἱ τοῦ ῥοῦ προσπτώσεις Diod.).