πρῳραχθής
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
πρῳραχθές, laden at the prow: metaph., bowed forwards, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πρῳραχθής: -ές, πεφορτωμένος κατὰ τὴν πρῷραν· μεταφορ., κεκλιμένος, κεκαμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ γέροντος, Ἡσύχ.