σεμνόμαντις
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
εως, ὁ, grave and reverend seer, S.OT556.
German (Pape)
[Seite 871] ὁ, ehrwürdiger Seher, ἀνήρ Soph. O. R. 556, vom Tiresias.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
devin auguste.
Étymologie: σεμνός, μάντις.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνόμαντις: -εως, ὁ, σεμνὸς καὶ σεβάσμιος μάντις, Σοφ. Ο. Τ. 556. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
-άντεως, ὁ, Α
σεβάσμιος μάντης («ὡς χρείη μ' ἐπὶ τὸν σεμνόμαντιν ἄνδρα πέμψασθαί τινα;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μάντις.
Greek Monotonic
σεμνόμαντις: -εως, ὁ, σοβαρός, ιεροπρεπής και σεβάσμιος μάντης, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνόμαντις -εως, ὁ [σεμνός, μάντις] (ironisch) verheven ziener. Soph. OT 556.
Russian (Dvoretsky)
σεμνόμαντις: εως adj. m наделенный высоким даром прорицания (ἀνήρ Soph.).