σύγκλυς
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, washed together by the waves; but only metaph., ξύγκλυδες ἄνθρωποι promiscuous crowd, mob, rabble, Th.7.5; σύγκλυδες alone, Pl.R.569a, Str.4.2.1, etc.; σ. ὅμιλος Plu.Mar.45: with neut. Subst., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Ph.2.312: Hsch. cites a neut. pl. σύγκλυδα.
German (Pape)
[Seite 968] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1.
French (Bailly abrégé)
υδος (ὁ, ἡ, τό)
balayé de tous côtés par les flots ; en parl. de pers. qui forme un ramassis.
Étymologie: σύν, κλύζω.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, συγκεκλυσμένος ὑπὸ τῶν κυμάτων˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ἀνάμικτον πλῆθος ἀνθρώπων τοῦ κατωτάτου φυράματος, χυδαῖος ὄχλος, Λατ. colluvies hominum, Θουκ. 7. 5˙ οὕτω μόνον σύγκλυδες, Πλάτ. Πολ. 569Α, Στράβ. 190, κτλ.˙ σ. ὅμιλος Πλουτάρχ. Μάρ. 45˙ ― ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Φίλων 2. 312˙ οὕτω, σ. στράτευμα, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ σύγκληταν παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 301˙ ― ὡσαύτως σύγκλῠδος, ον, Κλήμ. Ἀλ. 796 (ἂν μὴ τὸ συγκλύδου θεωρηθῇ ὡς ἡμαρτημένον ἀντὶ σύγκλυδος)˙ καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει οὐδ. πληθ. σύγκλυδα, ὃ ἑρμηνεύει: «συγκεχυμένα». ― Πρβλ. Dorv. Charit. σ. 612, καὶ ἴδε ἐν λ. σύνηλυς.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξύγκλυς» -υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α
1. αυτός που τον κατέκλυσαν από παντού τα κύματα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.)
3. (για ήχο) συγκεχυμένος, μπερδεμένος
4. φρ. «ξύγκλυδες ἄνθρωποι» και «σύγκλυς ὅμιλος» και, απλώς, «σύγκλυδες» — σύνολο ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν σε έναν τόπο τυχαία, πλήθος ανθρώπων κατώτατου φυράματος, όχλος, συρφετός
5. (το ουδ. πληθ.) τὰ σύγκλυδα (κατά τον Ησύχ.) «συγκεχυμένα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. κλυδ-ς του κλύζω (πρβλ. κλύδ-ωνας)].
Greek Monotonic
σύγκλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ (κλύζω), αυτός που λούζεται από τα κύματα από κοινού με κάποιον άλλο· μεταφ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ετερόκλητο πλήθος, όχλος, μάζα, Λατ. colluvies hominum, σε Θουκ.· ομοίως, σύγκλυδες μόνον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σύγκλῠς: ῠδος adj. досл. намытый волнами, перен. нахлынувший, сбежавшийся (ἄνθρωποι Thuc.; ὅμιλος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκλυς -υδος, Att. ook ξύγκλυς [σύν, κλύς: golf] als adj., samengeklotst, bijeengespoeld door de golven, alleen overdr. bijeengeraapt; ook subst.. οἱ σύγκλυδες bijeengeraapt zooitje Plat. Resp. 569a.
Middle Liddell
σύγ-κλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, κλύζω
washed together by the waves; metaph., ἄνθρωποι σύγκλυδες a promiscuous crowd, a mob, rabble, Lat. colluvies hominum, Thuc.; so σύγκλυδες alone, Plat.