φιλαπόδημος
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ον, fond of travelling, X.HG4.3.2, Dicaearch.1.30, Ael.NA7.24; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.12.
German (Pape)
[Seite 1275] gern abwesend, verreisend, reiselustig, Xen. Hell. 4, 3,2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à voyager.
Étymologie: φίλος, ἀπόδημος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰπόδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται
αρχ.
αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].
Greek Monotonic
φῐλᾰπόδημος: -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλαπόδημος: любящий путешествовать Xen.
Middle Liddell
φῐλ-ᾰπόδημος, ον,
fond of travelling, Xen.