χαλκόλοφος

Revision as of 17:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, with bronze crest, Hsch. (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem Helmkamm, ἱππιοχαίτης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον ἐκ χαλκοῦ, Ἡσύχ. (ὕποπτ.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που έχει χάλκινο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λόφος (πρβλ. χρυσόλοφος)].