χορταστικός
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
χορταστική, χορταστικόν, (χορτάζω) good for feeding, nutritious, Hsch. s.v. καπανικώτερα (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1367] zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).
Greek (Liddell-Scott)
χορταστικός: -ή, -όν, (χορτάζω) ἁρμόδιος εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε καπανικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χορταστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορτάζω
αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός
νεοελλ.
1. άφθονος («χορταστικό παγωτό»)
2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»).
επίρρ...
χορταστικά Ν
κατά τρόπο χορταστικό.