ψίλαξ
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
(A) [ῑ], ακος, ὁ, A = ψιλός, Ar.Fr.891.
ψίλαξ (B), ακος, ὁ, epithet of Dionysus at Amyclae, Paus.3.19.6; he explains it as winged (from ψίλον Dor. for πτίλον), which suggests that it has ῐ.
Greek (Liddell-Scott)
ψίλαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, = ψιλός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 705· «ψίλαξ ποιηταί, ὡς Ἀριστοφάνης, ψιλὸς δὲ καὶ λεῖος λογογράφοι» Θωμᾶς Μάγιστρ. σ. 928, πρβλ. καὶ Μοῖριν σ. 419.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
ψιλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλ-αξ)].