χώλωσις
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
-εως, ἡ, being made lame, lameness, Hp.Art.66, Ptol. Tetr.151 (pl.), Vett.Val.109.36.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, das Lähmen, Verrenken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χώλωσις: -εως, ἡ, τὸ γενέσθαι χωλόν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α [[χωλῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χωλῶ (III).