ψηρός

From LSJ
Revision as of 14:35, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηρός Medium diacritics: ψηρός Low diacritics: ψηρός Capitals: ΨΗΡΟΣ
Transliteration A: psērós Transliteration B: psēros Transliteration C: psiros Beta Code: yhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ξηρός, Suid.; cf. μεσόψηρον, μεσσόψηρον and perhaps ψαρός (B).

German (Pape)

[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.

Greek (Liddell-Scott)

ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.

Greek Monolingual

και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].

Mantoulidis Etymological

(=ξερός). Ἀπό τό ψήχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.