βαθύσαρκος
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
[ῠ], ον, fleshy: τὰ β. Hippiatr.71,72.
Greek Monolingual
βαθύσαρκος, -ον (Α)
εύσαρκος, παχύσαρκος.