γουνόομαι
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
(also -έομαι, Hsch.), contr. -οῦμαι, = γουνάζομαι, only pres. and impf., γουνοῦμαι Il.21.74, Od.6.149, Archil.75, Anacr.1.1, etc.; γουνούμην Od.11.29; γουνοῦσθαι 10.521; γουνούμενος 4.433, etc.
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo tema pres., v. tb. γουνάζομαι
suplicar cogiendo por las rodillas c. ac. de la pers. a quien se implora υἱόν Il.9.583, ἄνδρα ἕκαστον Il.15.660, γουνοῦμαί σ', Ἀχιλεῦ Il.21.74, cf. Od.6.149, 22.312, 344, Anacr.1.1, Luc.ITr.1, AP 7.476.9 (Mel.), EM 239.2G.
•c. or. de inf. γουνοῦτο δ' ἀπήμονας εἶναι ἀρωγούς A.R.2.1274
•abs. ser suplicante καί μοι σύμμαχος γουνουμένῳ ἵλαος γενεῦ Archil.217.1.
German (Pape)
[Seite 503] = γουνάζομαι, welches vgl.; Hom.γουνοῦμαι Iliad. 21, 74 Odyss. 6, 149. 22, 312. 344, γουνούμενος Iliad. 9, 583. 15, 660 Odyss. 4, 433, γουνούμενοι Iliad. 22, 240, γουνοῦσθαι Odyss. 10, 521, γουνούμην Odyss. 11, 29. – Archil. 36; Anacr. 65, 1.
Greek (Liddell-Scott)
γουνόομαι: συνῃρ. –οῦμαι· ἀποθ.― Ἐπ., ὡς τὸ γουνάζομαι, μόνον ἐν χρήσει κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ., γουνοῦμαι Ἰλ. Φ. 74, Ὀδ. Ζ. 149, κτλ.· γουνούμην Λ. 29· γουνοῦσθαι Κ. 521· γουνούμενος Δ. 433, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
c. γουνάζομαι.
English (Autenrieth)
(γόνυ)=γουνάζομαι, q.v.; foll. by fut. inf. from the sense of ‘vowing’ implied, Od. 10.521. (See cut, from ancient gem, representing Dolon and Ulysses.)
Greek Monotonic
γουνόομαι: συνηρ. -οῦμαι, αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. = γουνάζομαι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
γουνόομαι: Hom., Anacr. = γουνάζομαι.
Middle Liddell
= γουνάζομαι, Hom.] [Dep. only in pres. and imperf.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γουνόομαι γουνός alleen praes. en imperf. smeken:; γουνοῦμαί σε, ἄνασσα ik smeek u, prinses Od. 6.149; zie γουνάζομαι.