δινητός

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δινητός Medium diacritics: δινητός Low diacritics: δινητός Capitals: ΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dinētós Transliteration B: dinētos Transliteration C: dinitos Beta Code: dinhto/s

English (LSJ)

ή, όν, whirled round, AP7.394 (Phil.).

Spanish (DGE)

(δῑνητός) -ή, -όν
que gira dando vueltas δ. πέτρος de la muela de un molino AP 7.394 (Phil.), δινητῆσι πτερύγεσσιν Epic.Alex.Adesp.4.14.

German (Pape)

[Seite 631] im Kreise gedreht; πέτρος, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).

Greek (Liddell-Scott)

δῑνητός: -ή, -όν, (δινέω) ὁ περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, Ἀνθ. Π. 7. 394.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on fait tourner.
Étymologie: δινέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δινητός, -ή, -όν) δινώ
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί
2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
περιστρεφόμενος.

Greek Monotonic

δῑνητός: -ή, -όν (δινέω), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δῑνητός: вращающийся: πέτρος δ. Anth. жернов.

Middle Liddell

δῑνητός, ή, όν adj δινέω
whirled round, Anth.