δροσισμός
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ὁ, exposure to dew, Olymp.Alch.p.87 B.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 exposición al relente Olymp.Alch.87.3.
2 fig. refrigerio, alivio refrescante τῷ δροσισμῷ τῆς κυοφορίας αὐτῆς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καταφλεγομένας ... ἀνεζώωσε (ἡ Παρθένος) Ath.Al.M.28.748C.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, das Thauen, Eust.
Greek Monolingual
ο (AM δροσισμός)
ελαφρά ύγρανση, δροσιά
μσν.- νεοελλ.
1. το ξεδίψασμα
2. ανακούφιση, ευχαρίστηση.