κακόποτμος

From LSJ
Revision as of 14:19, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόποτμος Medium diacritics: κακόποτμος Low diacritics: κακόποτμος Capitals: ΚΑΚΟΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: kakópotmos Transliteration B: kakopotmos Transliteration C: kakopotmos Beta Code: kako/potmos

English (LSJ)

ον, ill-fated, ill-starred, B.5.138; τύχαι A.Ag.1136 (lyr.); ἐμὲ κ. E.Hel.694 (lyr.); κ. ὄρνις ἡ κρέξ Arist. HA616b21.

German (Pape)

[Seite 1302] von bösem Geschick, unglücklich; τύχαι Aesch. Ag. 1107; Eur. Hel. 700; ὄρνις, Unglück bedeutend, Arist. H. A. 9, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, πότμος.

Greek Monolingual

κακόποτμος, -ον (Α)
κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.).
επίρρ...
κακοπότμως (Μ)
με δυστυχία, κακότυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ-ποτμος, υστερό-ποτμος].

Greek Monotonic

κᾰκόποτμος: -ον, κακότυχος, δύσμοιρος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόποτμος:
1 несчастный, роковой (τύχαι Aesch.);
2 несчастливый, злополучный (Ἑλένη Eur.);
3 пророчащий беду, зловещий (ὄρνις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόποτμος -ον [κακός, πότμος] rampzalig, ongelukkig:. κακόποτμοι τύχαι rampzalig lot Aeschl. Ag. 1136.

Middle Liddell

κᾰκό-ποτμος, ον
ill-fated, ill-starred, Aesch., Eur.