καλαθοπλόκος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ὁ, basket-weaver, P.cit.adPFlor.13.9.
Greek Monolingual
καλαθοπλόκος (Α)
καλαθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στεφανοπλόκος, σχοινοπλόκος.